-
1 πἑντηκοντάπηχυς
πἑντηκοντάπηχυς, εος, funfzig Ellen lang oder breit, Ios.
-
2 πἑντηκοντάπηχυς
πἑντηκοντάπηχυς, εος, u. πεντηκοντα-πηχυαῖος, fünfzig Ellen lang oder breit
См. также в других словарях:
πεντηκοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει ύψος, μήκος ή πλάτος πενήντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek