-
1 πυρινος
I3(ῠ) [πῦρ]1) огненный(ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT.)
2) горячийπύριναι νύμφαι Anth. — горячие источники
II3(ῡ) [πυρός II] пшеничный(στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.)
-
2 πύρινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πύρινος
-
3 πύρινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πύρινος
-
4 πύρινος
η, ο[ν]1) огненный; 2) (воен.) огневой; 3) перен. огненный; пламенный, горячий;πύρινα δάκρυα — горючие слёзы
-
5 πύρινος
огненный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πύρινος
-
6 πύρινος
[пиринос] επ огненный, (μεταφ) горячий, пламенный. -
7 πυρνον
τό [πύρινος II] пшеничный хлеб, булка Hom. -
8 4447
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4447
См. также в других словарях:
πύρινος — of fire masc nom sg πύ̱ρινος , πύρινος of fire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… … Dictionary of Greek
πύρινος — η, ο αυτός που αποτελείται από φωτιά, φλογερός, διάπυρος: Έχυνε πύρινα δάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρίναις — πύρινος of fire fem dat pl πῡρίναις , πύρινος of fire fem dat pl πυρίνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνη — πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πῡρίνη , πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνην — πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πῡρίνην , πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνης — πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πῡρίνης , πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνους — πύρινος of fire masc acc pl πῡρίνους , πύρινος of fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνῃ — πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πῡρίνῃ , πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πυρίνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύριναι — πύρινος of fire fem nom/voc pl πύ̱ριναι , πύρινος of fire fem nom/voc pl πυρίνη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρινε — πύρινος of fire masc voc sg πύ̱ρινε , πύρινος of fire masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)