Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πόϑος+μ

  • 121 пылкий

    пылк||ий
    прил φλογερός, διακαής, παράφορος:
    \пылкийая речь ὁ φλογερός λόγος· \пылкийое желание ἡ διακαής ἐπιθυμία, ὁ φλογερός πόθος.

    Русско-новогреческий словарь > пылкий

  • 122 тяготение

    тяготени||е
    с
    1. физ. ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:
    закон всемирного \тяготениея ὁ νόμος τής παγκοσμίας ίλξεως (τής βαρύτητος)·
    2. перен (κ чему-л.) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάσπ [-ις]/ ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος (влечение).

    Русско-новогреческий словарь > тяготение

  • 123 ανεξύπνητος

    η, ο 1.
    1) неразбуженный, спящий; 2) тяжёлый на подъём; 3) неискушённый, неопытный; 4) тайный; скрытый, сокровенный;

    ανεξύπνητος πόθος — сокровенное желание;

    ανεξύπνητες ελπίδες — погибшие надежды;

    ανεξύπνητη έχθρα — забытая вражда;

    2. (ο) перен. вечный сон, смерть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανεξύπνητος

  • 124 αχόρταγος

    η, ο [ος, ον ]
    1) ненасытный, прожорливый; 2) перен. ненасытный, жадный, алчный; 3) перен. жадный, страстный;

    αχόρταγος πόθος — страстное желание;

    § του αχόρταγου το μάτι το χορταίνει το χώμα — посл, алчного земля насытит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αχόρταγος

  • 125 διακαής

    ης, ες
    1) пылкий; пламенный, горячий;

    διακαής πόθος ( — или επιθυμία) — горячее желание; — пламенная мечта;

    2) уст. горящий, пылающий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διακαής

  • 126 ενδόμυχος

    η, ο [ος, ον ] 1. внутренний, сокровенный, тайный; заветный;

    ενδόμυχη πεποίθηση — внутреннее убеждение;

    ενδόμυχος πόθος — сокровенное желание;

    ενδόμυχη σκέψη — заветная мысль;

    2. πλ.:

    τα ενδόμυχα — сокровенное; — заветное;

    τα ενδόμυχα της ψυχής — сокровенные тайны души;

    τα ενδόμυχα τού νού — сокровенные мысли

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενδόμυχος

  • 127 ευσεβής

    ης, ες
    1) благочестивый, набожный; 2) почтительный; благоговейный;

    § ευσεβής πόθος — заветное, но неосуществимое желание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευσεβής

  • 128 κρυφός

    η, ό
    1) тайный, скрытый, невидимый;

    κρυφός εχθρός — тайный враг;

    κρυφό νόημα — скрытый смысл;

    2) тайный, скрытый, затаённый; сокровенный;

    κρυφή χαρά — скрытая радость;

    κρυφό μίσος — затаённая ненависть;

    κρυφό όνειρο — тайная мечта;

    κρυφός πόθος — заветная мечте;

    3) скрытный (о человеке);

    § τώχω κρυφή χαρά — я очень радуюсь в душе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρυφός

См. также в других словарях:

  • Πόθος — longing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθος — longing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • πόθος — ο 1. έντονη επιθυμία, λαχτάρα: Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα μ έτρωγε τα σωθικά. 2. σφοδρός έρωτας: Ο πόθος για την κοπελιά τον τρέλανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόθω — Πόθος longing masc nom/voc/acc dual Πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθω — πόθος longing masc nom/voc/acc dual πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθε — Πόθος longing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθε — πόθος longing masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθοι — Πόθος longing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθοι — πόθος longing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθοιο — Πόθος longing masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»