-
1 désir
πόθος -
2 tužba
πόθος -
3 chuć
πόθος -
4 pożądanie
πόθος -
5 желание
желание с η επιθυμία, ο πόθος (сильное) по \желаниею κατά την επιθυμία против \желаниея παρά την επιθυμία при всём \желаниеи παρ' όλη την επιθυμία* * *сη επιθυμία, ο πόθος ( сильное)по жела́нию — κατά την επιθυμία
про́тив жела́ния — παρά την επιθυμία
при всём жела́нии — παρ' όλη την επιθυμία
-
6 желание
желан||иес ἡ ἐπιθυμία/ ὁ πόθος (сильное):заветное \желание ὁ διακαής πόθος· гореть \желаниеием ἐπιθυμώ σφοδρά· против \желаниеия ἀντίθετα μέ τήν ἐπιθυμίά по \желаниеию κατά βούλησιν при всем \желаниеии παρά τήν ἐπιθυμία μου. -
7 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
8 Desire
v. trans.P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.), ἐφίεσθαι (gen.), ὀρέγεσθαι (gen.), V. χρῄζειν (gen.), προσχρῄζειν (gen.), χατίζειν (gen.), μενοινᾶν (acc.) (Soph., Aj. 341).Seek: P. and V. ζητεῖν.Desire ardently: P. γλίχεσθαι (gen.).V. intrans. Also with infin.: P. and V. ἐπιθυμεῖν, ἐφίεσθαι, βούλεσθαι, ὀρέγεσθαι, Ar. and P. ἐθέλειν, V. ἱμείρειν, ἱμείρεσθαι, ποθεῖν, ἐρᾶν, ἔρασθαι, προσχρῄζειν, Ar. and V. μενοινᾶν (Eur., Cycl. 448), θέλειν, χρῄζειν (rare P.).Desire ardently (with infin.): P. γλίχεσθαι.——————subs.Request: P. and V. χρεία, ἡ.Love: P. and V. ἔρως, ὁ, πόθος, ὁ (Plat. but rare P.), ἵμερος, ὁ (Plat. but rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desire
-
9 вожделение
вожделен||иес ὁ πόθος, ἡ λαγνεία/ ἡ σφοδρή ἐπιθυμία, ἡ λαχτάρα (страстное желание). -
10 горячий
горяч||ийприл1. ζεστός, θερμός/ κοφτός, καυτερός (очень горячий):\горячий источник ἡ θερμή πηγή· \горячийее солнце ὁ καυτερός ήλιος·2. перен φλογερός, διακαής, διάπυρος, θερμός, ἐνθερμος (пламенный)! σφοδρός, περιπαθής (пылкий)! εὐέξαπτος, ἀψύς, θερμόαιμος (легко возбуждающийся):\горячий привет θερμός χαιρετισμός· · отклик ἡ ζωηρή ἀπήχηση· \горячийая голова разг ὁ θερμόαιμος· \горячийее желание ὁ διακαής πόθος· \горячий прием ἡ θερμή ὑποδοχἤ \горячий спор ἡ ζωηρή συζήτηση· \горячийая лошадь τό ἀτίθασο ἄλογο (άτι)· ◊ \горячийее время, \горячийая пора ἐποχή φούριας· по \горячийим следам πάνω στά νωπά Ιχνη· под ·\горячийую ру́ку πάνω στό θυμό, πάνω στήν ἔξαψη. -
11 заветный
заветн||ыйприл (сокровенный) ὁ μύχιος:\заветныйое желание ὁ μύχιος πόθος. -
12 затаенный
затаенн||ый1. прич. от затаить·2. прил κρυφός, μυστικός, κρυμμένος:\затаенныйая ненависть τό κρυφό μίσος· \затаенныйая мечта ὁ κρυφός (или ὁ μύχιος) πόθος·3. прил (приглушенный) ὑπόκωφος:\затаенный шум ὁ ὑπόκωφος θόρυβος· с \затаенныйым дыханием μέ πιασμένη ἀναπνοή. -
13 мечта
мечтаж τό ὄνειρο[ν], ὁ πόθος / τό ὀνειροπόλημα, ὁ ρεμβασμός (мечтание)/ ἡ χίμαιρα (несбыточная). -
14 неугасимый
неугасимыйприл ἄσβεστος, ἀκατάσβεστος:\неугасимый огонь прям., перен ὁ ἄσβεστος πόθος. -
15 пылкий
пылк||ийприл φλογερός, διακαής, παράφορος:\пылкийая речь ὁ φλογερός λόγος· \пылкийое желание ἡ διακαής ἐπιθυμία, ὁ φλογερός πόθος. -
16 тяготение
тяготени||ес1. физ. ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:закон всемирного \тяготениея ὁ νόμος τής παγκοσμίας ίλξεως (τής βαρύτητος)·2. перен (κ чему-л.) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάσπ [-ις]/ ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος (влечение). -
17 lust
-
18 wishful thinking
noun (expectations based on what one hopes will happen, not on what is likely to happen.) ευσεβής πόθος -
19 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
20 жажда
-ы θ.1. δίψα•чрезмерная жажда ακατάσχετη δίψα•
утолить -у καταπραΰνω (σβήνω) τη δίψα•
томиться -ой καίγομαι (φλέγομαι) από τη δίψα (γανιάζω).
2. σφοδρός, ακράτητος πόθος•жажда знаний δίψα για γνώσεις•
жажда мщения δίψα εκδίκησης•
жажда славы, влости δίψα για δόξα, για εξουσία.
См. также в других словарях:
Πόθος — longing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθος — longing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο … Dictionary of Greek
πόθος — ο 1. έντονη επιθυμία, λαχτάρα: Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα μ έτρωγε τα σωθικά. 2. σφοδρός έρωτας: Ο πόθος για την κοπελιά τον τρέλανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόθω — Πόθος longing masc nom/voc/acc dual Πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθω — πόθος longing masc nom/voc/acc dual πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθε — Πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθε — πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθοι — Πόθος longing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθοι — πόθος longing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθοιο — Πόθος longing masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)