-
21 tužba
πόθος -
22 chuć
πόθος -
23 pożądanie
πόθος -
24 Πόθω
Πόθοςlonging: masc nom /voc /acc dualΠόθοςlonging: masc gen sg (doric aeolic)——————Πόθοςlonging: masc dat sg -
25 πόθω
πόθοςlonging: masc nom /voc /acc dualπόθοςlonging: masc gen sg (doric aeolic)——————πόθοςlonging: masc dat sg -
26 Πόθε
Πόθοςlonging: masc voc sg -
27 Πόθοι
Πόθοςlonging: masc nom /voc pl -
28 Πόθοιο
Πόθοςlonging: masc gen sg (epic) -
29 Πόθοις
Πόθοςlonging: masc dat pl -
30 Πόθοισι
Πόθοςlonging: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
31 Πόθοισιν
Πόθοςlonging: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
32 Πόθον
Πόθοςlonging: masc acc sg -
33 Πόθου
Πόθοςlonging: masc gen sg -
34 Πόθους
Πόθοςlonging: masc acc pl -
35 Πόθων
Πόθοςlonging: masc gen pl -
36 Πόθως
Πόθοςlonging: masc acc pl (doric) -
37 πόθε
πόθοςlonging: masc voc sg -
38 πόθοι
πόθοςlonging: masc nom /voc pl -
39 πόθοιο
πόθοςlonging: masc gen sg (epic) -
40 πόθοις
πόθοςlonging: masc dat pl
См. также в других словарях:
Πόθος — longing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθος — longing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο … Dictionary of Greek
πόθος — ο 1. έντονη επιθυμία, λαχτάρα: Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα μ έτρωγε τα σωθικά. 2. σφοδρός έρωτας: Ο πόθος για την κοπελιά τον τρέλανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόθω — Πόθος longing masc nom/voc/acc dual Πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθω — πόθος longing masc nom/voc/acc dual πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθε — Πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθε — πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθοι — Πόθος longing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθοι — πόθος longing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθοιο — Πόθος longing masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)