-
61 иногда
επίρ.κάποτε: άλλοτε• πότε-πότε. -
62 кое-когда
κ. кой-когдаεπίρ.κάποτε, αραιά και που, κάποτε-κάποτε, πότε-πότε. -
63 минута
-ы θ.1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•
сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•
подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•
с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.
2. η στιγμή•роковая минута μοιραία στιγμή•
решительная минута αποφασιστική στιγμή•
в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•
в данную -у στη δοσμένη στιγμή•
на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•
настоящая минута αυτή η στιγμή•
в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•
в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).
3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.εκφρ.в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•- у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό). -
64 отроду
επίρ.από τη γένεση, από τότε που γεννήθηκα. || (με το αρνητικό μόριο не) ποτέ από τότε που γεννήθηκα•он отроду не обманывал αυτός ποτέ στη ζωή του δεν απατούσε.
-
65 переминать
ρ.δ.μ.1. βλ. перемять.2. ανακατεύω, περιδιπλώνω, κουνώ διευθετώ.1. βλ. перемяться.2. στηρίζομαι πότε στο έναπόδι, πότε στο άλλο (από ανησυχία, ταραχή).εκφρ.переминать с ноги на ногу – βλ. переменяться (2 σημ.). -
66 перепадать
-ает, -аем, -аетеρ.σ. (για όλα, πολλά)• πέφτω διαδοχικά•книги -ли с полки τα βιβλία έπεσαν από το ράφι το ένα κοντά το άλλο.
-аетρ.δ.1. βλ. перепасть (2, 3, 4 σημ.).2. πέφτω από λίγο ή κατά διαστήματα•-ают дожди πότε-πότε βρέχει.
-
67 переступить
-уплю, -упишьρ.σ.1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.
2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•
переступить закон παραβαίνω το νόμο.
-
68 побаливать
-ает ρ.δ. πονώ λίγο ή κατά διαστήματα•голова -ает το κεφάλι μου πονεί λίγο ή πότε-πότε.
-
69 побалтывать
ρ.δ.1. ανακατώνω λίγο ή πότε-πότε.2. αιωρώ, κουνώ. -
70 побрасывать
ρ.δ. ρίχνω, πετώ πότε-πότε. -
71 поваживать
-
72 повевать
-ает ρ.δ.φυσώ ελαφρά ή πότε-πότε. -
73 поворовывать
ρ.δ. κλέβω πότε-πότε ή από λίγο. -
74 поглаживать
ρ.δ.μ. χαϊδεύω πότε-πότε. -
75 поглядывать
ρ.δ. βλέπω, κοιτάζω πότε-πότε, ρίχνω ματιές•поглядывать по сторонам ρίχνω ματιές ολούθε.
|| επιβλέπω, επιτηρώ. -
76 погромыхивать
ρ.δ.βλ. громыхать (πότε-πότε). -
77 погуливать
ρ.δ.1. περιπατώ, κάνω περίπατο, βόλτες, σουλατσάρω.2. γλεντώ πότε-πότε. -
78 подвизгивать
ρ.δ. τσιρίζω, στριγγλίζω ουρλιάζω (πότε-πότε ή ελαφρά). -
79 подёргивать
ρ.δ. (ελαφρά ή πότε-πότε)βλ. подргать.(απρόσ.) κινούμαι σπασμωδικά.βλ. подргаться.ρ.δ.βλ. подрнуть.βλ. подрнуться. -
80 подрагивать
ρ.δ.1. τρέμω λίγο ή πότε-πότε•губы -ют τα χείλη τρέμουν λίγο•
его голос -ет η φωνή του τρέμουλιάζει λίγο.
|| δονούμαι, ταλαντεύομαι λίγο ή κάποτε. || αναπηδώ, κουνιέμαι ρυθμικά ή λίγο. || (για φως, φωτιά) τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, μαρμαίρω.2. κάνω να τρέμει, κουνώ τρέμοντας•подрагивать ногой κουνώ τρεμουλιαστά το πόδι.
См. также в других словарях:
πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek
ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου … Dictionary of Greek
πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή … Dictionary of Greek
ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά … Dictionary of Greek
Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek