Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόσθ-ων

См. также в других словарях:

  • σάθων — ωνος, ὁ, Α 1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος 2. (ώς κύριο όν.) Σάθων τίτλος έργου τού Αντισθένους εναντίον τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων …   Dictionary of Greek

  • ψώλων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει μεγάλο πέος το οποίο είναι σε στύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»