-
1 παπτάναις
παπτά̱ναις, παπταίνωlook about one with a sharp: aor part act masc nom /voc sg (doric aeolic)παπτά̱ναις, παπταίνωlook about one with a sharp: aor opt act 2nd sg (doric) -
2 πέδῑλον
πέδῑλον, τό, die Sohle, die unter den Fuß gebunden ward, wenn man ausgehen wollte, bei Hom. u. Hes., bei welchen sowohl Götter als Menschen dergleichen tragen, stets im plur., gew. in der Vrbdg ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Il. 2, 44 u. sonst; die Sohlen der Götter besitzen die Schwungkraft, sie über Land u. Meer dahinzutragen, 24, 341 Od. 1, 91. 5, 57, ohne daß dabei an Flügelschuhe zu denken ist, vgl. Voß mytholog. Briefe I p. 113 ff.; παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον ἀμφὶ nοδί, Pind. P. 4, 95, der auch übtr. sagt Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, Ol. 3, 5, d. i. die Stimme in den dorischen Rhythmus, die dorische Harmonie fügen, in der das Lied einhergeht; πονανοῖς πεδίλοισι, Eur. El. 460; Ar. Av. 973. – In Prosa auch allgemeiner Schuh, Fußbekleidung, hoch hinausgehend. wie die Stiefel, πέδιλα εἰς γόνυ ἀνατείνοντα, Her. 7, 67, περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν, 6, 75, u. einzeln bei Sp. – Bei Xen. An. 3, 4, 35 eine Fußfessel, Schlinge, mit der die Füße der Pferde bei Nacht, wie Theocr. 25, 103 die Füße der Kühe beim Melken gebunden werden.
-
3 παπταινω
(fut. παπτᾰνῶ, aor. ἐπάπτηνα - эп. πάπτηνα; дор. part. παπτάναις с τᾱ)1) (зорко) оглядываться кругом, озираться(πάντοσε Hom.)
π. ὀμφὴ ἕ Hom. — оглянуться вокруг себя;π. κατὰ δόμον Hom. — обводить взглядом (весь) дом;τὸν δ΄ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας Soph. — взглянув на него суровыми глазами2) искать глазами(τινά Hom.)
-
4 μόνος
μόνος, μοῡνος (μόνος, -ον; -α, -αις; -ον nom: μοῦνος; -αν; -α nom.)a alone; by oneself, by itself ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος (sc. Πάτροκλος) O. 9.72ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53
παῖς ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις as her only son P. 3.100παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ he alone of the nation of Danaoi P. 8.52κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν P. 9.27
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2. ] φρασάμαν μόνος[ ?fr. 345a. 8. emphasised by secondary phrase, ( Πηλεὺς) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (byz.: μοῦνος codd.) N. 3.34 Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 45. repeated, unique,τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43
b a single, one pl. pro sing.τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
-
5 μουνος
μόνος, μοῡνος (μόνος, -ον; -α, -αις; -ον nom: μοῦνος; -αν; -α nom.)a alone; by oneself, by itself ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος (sc. Πάτροκλος) O. 9.72ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53
παῖς ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις as her only son P. 3.100παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ he alone of the nation of Danaoi P. 8.52κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν P. 9.27
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2. ] φρασάμαν μόνος[ ?fr. 345a. 8. emphasised by secondary phrase, ( Πηλεὺς) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (byz.: μοῦνος codd.) N. 3.34 Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 45. repeated, unique,τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43
b a single, one pl. pro sing.τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
-
6 παπταίνω
1 gaze τάφε δ' αὐτίκα παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον (Boeckh: παπτήνας codd., def. Forssman, 91) P. 4.96 met.,μηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν 1. 7. 44. -
7 πέδιλον
πέδῑλον (-ῳ, -ον, -οις.)a sandal παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (sc. τοῦ μονοκρήπιδος Ἰάσονος) P. 4.95 τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (cf. Proclum ap. Phot., Bibl., 321 Bekk., ὁ δαφνηφόρος ἰφικρατίδας τε ὑποδεδεμένος) Παρθ. 2. 70. met., ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. in this position O. 6.8b foot, rythmΔωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.5
-
8 ταφεῖν
τᾰφεῑν defect. aor.,1 was amazedτάφε δ' αὐτίκα παπτάναις P. 4.95
-
9 παπταίνω
A look about one with a sharp, searching glance,πάντοσε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός Il.17.674
;δεινὸν π., αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς Od.11.608
, cf. Il.13.551, etc.;πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί Od. 22.380
;πάπταινε καὶ φρόντιζε A.Pr. 1034
;μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: folld. by a relat. clause,πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ Il.13.649
, cf. A.Pr. 336; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον looked about [to see] how.., Il.16.283;πάπτηνεν.., εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.381
: with Preps.,ἀμφὶ ἓ παπτήνας Il.4.497
, 15.574; ; ;π... κατὰ στίχας 17.84
;πάντῃ π. πρὸς πέτρην Od.12.233
;πάντοσε π. ποτὶ τοίχους 22.24
; π. μεθ' ὁμήλικας look wistfully after his comrades, Hes.Op. 444;πρὸς αὐγάς Parm.15
;εἴσω τῆσδε π. πύλης S.Aj.11
;ἐς γάμον ἄλλης π. AP 7.700
(Diod.): also in later Prose,π. περὶ εὕρεσιν Onos.3.2
;ἐπὶ θάτερα Plu.Pomp.71
;πρός τινα Id.Ant.37
.II c. acc., look round for, look after,παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Il.4.200
;π. Αἴαντα μέγαν 17.115
;π. τὰ πόρσω Pi.P.3.22
;τὰ μακρά Id.I.7(6).44
; παπτάναις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.) ἀρίγνωτον πέδιλον having set eyes on.., Id.P.4.95;εἱρεσίαν ἀδάητον ἔτ' ὄθμασι Hymn.Is.157
; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι π. glaring at him, S.Ant. 1231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παπταίνω
См. также в других словарях:
παπτάναις — παπτά̱ναις , παπταίνω look about one with a sharp aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) παπτά̱ναις , παπταίνω look about one with a sharp aor opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)