-
21 πόνος
ból (m) rzecz. -
22 πόνος
1) bolest2) žal -
23 πόνος
1) ache2) pain3) tendernessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πόνος
-
24 παυσί-πονος
παυσί-πονος, Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.
-
25 πολύ-πονος
πολύ-πονος, viel Arbeit, Mühe verursachend; δόρυ, Aesch. Pers. 312; viel Mühe, Arbeit habend, ἰὼ πάντων πολυπονώτατοι, Spt. 991; βροτοί, Suppl. 377; ἄνδρες, Pind. N. 1, 33; βροτοί, Eur. Or. 176, oft; auch πάϑεα, 1500; Soph. Phil. 766; Ar. Thesm. 1023; u. in Prosa, Plat. Legg. I, 633 b; στρατηγία, Plut. Timol. 36. – Adv., Plut. Cat. mai. 13.
-
26 σεμνό-πονος
σεμνό-πονος, von ehrwürdiger, geschätzter Arbeit, s. das Folgde.
-
27 σῑτο-πόνος
σῑτο-πόνος, = σιτοποιός, Sp.
-
28 τλησί-πονος
τλησί-πονος, Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.
-
29 φυγό-πονος
φυγό-πονος, Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.
-
30 φερεσσί-πονος
φερεσσί-πονος, poet. statt φερέπονος, Welck. Syllog. epigr. 135, 5.
-
31 φερέ-πονος
φερέ-πονος, Arbeit, Mühe, Unglück ertragend, bringend, ἀμπλακίαι Pind. P. 2, 30.
-
32 φιλό-πονος
φιλό-πονος, 1) Arbeit liebend, arbeitsam, thätig, fleißig; Soph. Ai. 866; Plat. Phaedr. 248 d Rep. VII, 535 c; Isocr. 1, 40. 2, 45; Xen. Cyr. 2, 2,31; περί τι, Mem. 3, 4,9; Luc. Alex. 4. – 2) mit Arbeit, Anstrengung verbunden, mühsam; πόλεμος Xen. Cyr. 7, 5,47; adv. φιλοπόνως Hell. 6, 1,4; Luc. Tim. 37; φιλοπονώτατα ἀξιοῠν Pol. 10, 41, 3.
-
33 νυμφο-πόνος
νυμφο-πόνος, mit der Braut beschäftigt, bes. mit ihrem Schmuck, Hesych.; Titel eines Stückes des Sophron, Ath. VIII, 362 c.
-
34 γα-πόνος
-
35 καρτερό-πονος
καρτερό-πονος, Mühsal ertragend, Schol. Opp. H. 1, 35, Erkl. von τλησίπονος.
-
36 καρδιό-πονος
καρδιό-πονος, am Herzen leidend, Sp.
-
37 κατά-πονος
κατά-πονος, ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
-
38 γεω-πόνος
-
39 γειο-πόνος
γειο-πόνος, = γεωπόνος, Nonn. D. 21, 97 Agath. 30 (VI, 41) u. a. Sp.
-
40 γεη-πόνος
γεη-πόνος, = γεωπόνος, Luc. Philopatr. 4.
См. также в других словарях:
πόνος — work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του … Dictionary of Greek
μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος … Dictionary of Greek
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πόνε — πόνος work masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοις — πόνος work masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)