-
1 pain
πόνος -
2 sızı
πόνος, τσούξιμο -
3 боль
боль ж о πόνος, το άλγος острая \боль о έντονος πόνος боли в желудке о στομαχόπονος испытывать \боль αισθάνομαι πόνο* * *жο πόνος, το άλγοςо́страя боль — ο έντονος πόνος
бо́ли в желу́дке — ο στομαχόπονος
испы́тывать боль — αισθάνομαι πόνο
-
4 боль
-и θ.πόνος, οδύνη, άλγος•головная боль πονοκέφαλος, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία•
испытывать боль αισθάνομαι, πόνο•
зубная боль πονόδοντος, οδονταλγία•
острая боль οξύς (δυνατός) πόνος.
|| μτφ. θλίψη, λύπη, στενοχώρια•душевная боль ψυχικός πόνος•
с -ыо в сердце με πόνο στην καρδιά.
-
5 Trouble
subs.Sorrow: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, ἄχος, τό, V. πῆμα, τό, ἆθλος, ὁ, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζύς, ἡ.You would have been free from all subsequent troubles: P. πάντων τῶν μετὰ ταῦτʼ ἂν ἦτε ἀπηλλαγμένοι πραγμάτων (Dem. 11).With little trouble: V. βραχεῖ σὺν ὄγκῳ.Difficulty doubt: P. and V. ἀπορία, ἡ.met., of sickness: P. πόνος, ὁ (Thuc. 2, 49), or use P. and V. τὸ κακόν.Be troubled: P. and V. πονεῖν, κάμνειν.Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).Zeal, energy: P. and V. σπουδή, ἡ.Troubles, difficulties: P. and V. κακά, τά, πάθη, παθήματα, τά, P. τὰ δυσχερῆ, τὰ ἄπορα, V. τἀμήχανον, τὰ δύσφορα, τὰ δυσφόρως ἔχοντα, μοχθήματα, τά, παθαί, αἱ, Ar. and V. πόνοι, οἱ.Disturbance: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.——————v. trans.Disturb: P. and V. ταράσσειν, θράσσειν (Plat. but rare P.), ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), V. ὀχλεῖν, Ar. and V. στροβεῖν, κλονεῖν, P. διοχλεῖν.I do not trouble: P. and V. οὔ μοι μέλει.Trouble about: P. and V. σπουδάζειν περί or ὑπέρ (gen.), φροντίζειν (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. σπουδὴν ἔχειν (gen.).Not to trouble about: use disregard.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trouble
-
6 горе
-
7 мука
-
8 острый
острый 1) μυτερός· κοφτερός· \острый нож το κοφτερό μαχαίρι 2) (о пище) οξύς· καυτερός· πιπεράτος (тж. перен.)' \острый сыр το πιπεράτο τυρί ◇ \острыйая боль о δυνατός (или οξύς) πόνος* * *1) μυτερός; κοφτερόςо́стрый нож — το κοφτερό μαχαίρι
2) ( о пище) οξύς; καυτερός; πιπεράτος (тж. перен.)о́стрый сыр — το πιπεράτο τυρί
••о́страя боль — ο δυνατός ( или οξύς) πόνος
-
9 страдание
-
10 утихать
утихать, утихнуть ησυχάζω, καλμάρω, κοπάζω (о ветре); παύω (прекратиться)' ветер утихает о άνεμος κοπάζει; боль утихла о πόνος έπαψε* * *= утихнутьησυχάζω, καλμάρω, κοπάζω ( о ветре); παύω ( прекратиться)ве́тер утиха́ет — ο άνεμος κοπάζει
боль ути́хла — ο πόνος έπαψε
-
11 болезненность
-и θ.ασθένεια, αρρώστια• νοσηρότητα• πόνος, οδύνη•болезненность ребенка η αρρώστια του παιδιού•
болезненность укола ο πόνος της ένεσης.
-
12 покалывать
ρ.δ.μ. κεντρίζω, κεντώ, νύσσω. || απρόσ. με σουβλά ο πόνος•-ет в боку περνά σουβλερός πόνος στο πλευρό.
-
13 постреливать
ρ.δ.1. βλ. стрелять με σημ. αραιά, ενίοτε.2. μου περνά πόνος•постреливать в ухе μου περνά πόνος στ αυτί.
-
14 Labour
subs.It is labour lost to: V. πόνος περισσός ἐστι (infin.) (Soph., Ant. 780).With labour: see Laboriously.Industry: P. φιλοπονία, ἡ, φιλεργία, ἡ.Exertion: P. and V. σπουδή, ἡ.Child-bed: P. and V. λοχεία, ἡ (Plat.), τόκος, ὁ, or pl. (Plat.), V. λοχεύματα, τά, ὠδίς, ἡ, γονή, ἡ.The pangs of labour: V. λόχια νοσήματα, τά, ὠδίς, ἡ.A woman who has just been in labour: Ar. and V. λεχώ, ἡ.——————v. intrans.Do work: B. δημιουργεῖν.All the folk who labour with their hands: V. πᾶς ὁ χειρῶναξ λεώς (Soph., frag.).I fear I may seem to be troubling you by labouring a point that is only too obvious: P. δέδοικα μὴ λίαν ὁμολογούμενα λέγων ἐνοχλεῖν ὑμῖν δόξω (Isae. 72, 33).Be distressed: P. and V. κάμνειν, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι (pass.), P. πονεῖσθαι (pass.), V. μογεῖν.When the ship labours with the sea waves: V. νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι (Æsch., Theb. 210).Labour at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).Labour out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.). Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι (acc.).You labour under the worst kind of ignorance: P. ἀμαθίᾳ συνοικεῖς τῇ αἰσχίστῃ (Plat., Alc. I 118B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Labour
-
15 Work
subs.P. and V. ἔργον, τό.Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.Book: P. and V. βίβλος, ἡ.Set to work: see under Set.Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.——————v. trans.Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).Be an artisan: P. δημιουργεῖν.Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.Work one's way: see Advance.Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι (acc.).Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.Work round: see come round.Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work
-
16 боль
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боль
-
17 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
18 головной
головной I): \головной убор το καπέλο \головнойая боль о κεφαλό" πόνος, о πονοκέφαλος 2): \головной вагон το μπροστινό βαγόνι* * *1)головно́й убо́р — το καπέλο
головна́я боль — ο κεφαλόπονος, ο πονοκέφαλος
2)головно́й ваго́н — το μπροστινό βαγόνι
-
19 прекратить
-
20 прекратиться
прекратиться, прекращаться σταματώ, παύω· боль прекратилась о πόνος σταμάτησε* * *страд. от прекратить
См. также в других словарях:
πόνος — work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του … Dictionary of Greek
μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος … Dictionary of Greek
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πόνε — πόνος work masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοις — πόνος work masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)