-
1 πολεμοί
πολεμέωto be at war: pres opt act 3rd sg (attic epic doric)πολεμόωmake hostile: pres ind mp 2nd sgπολεμόωmake hostile: pres opt act 3rd sgπολεμόωmake hostile: pres ind act 3rd sg -
2 πολεμοῖ
πολεμέωto be at war: pres opt act 3rd sg (attic epic doric)πολεμόωmake hostile: pres ind mp 2nd sgπολεμόωmake hostile: pres opt act 3rd sgπολεμόωmake hostile: pres ind act 3rd sg -
3 πόλεμοι
πόλεμοςwar: masc nom /voc pl -
4 πόλεμος
πόλεμος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)1 warὈλυμπιάδα ἀκρόθινα πολέμου O. 2.4
ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος O. 2.44
ὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε O. 10.56
λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.4
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ( πολέμοιο coni. Bergk, cf. O. 2.44) P. 1.47νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P. 2.64
ἐν πολέμῳ P. 3.101
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας P. 8.3
ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.16
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢσιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἐν πολέμῳ N. 9.36
μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος N. 10.9
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27
προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα Pae. 2.59
στ[ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Pae. 2.105
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
πολέμου[ Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν fr. 110. ] πολεμοι[ P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. war with Zeus Pae. 4.41 met., warspiritμῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.51
pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. -
5 μάχη
μάχη, ης, ἡ (s. μάχομαι; Hom.+) ‘battle’ (one fighter on each side is enough: Maximus Tyr. 22, 4b), in our lit. only in pl. and only of battles fought without actual weapons fighting, quarrels, strife, disputes (Pythag., Ep. 5, 7; SIG 1109, 72; Kaibel 522, 5; PRyl 28, 203 μάχας ἕξει διὰ θῆλυ; Cat. Cod. Astr. XII 160, 1 of marital discord; LXX, Philo; Ar. 13, 5 μ. καὶ διαφωνία) w. πόλεμοι (Il. 5, 891 πόλεμοί τε μάχαι τε; Dio Chrys. 21 [38], 11; Plut., Mor. 108a) Js 4:1. ἔξωθεν μάχαι ἔσωθεν φόβοι 2 Cor 7:5. γεννᾶν μάχας breed quarrels 2 Ti 2:23. μάχαι νομικαί strife about the law Tit 3:9 (cp. Pla., Tim. p. 88a μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι).—DELG s.v. μάχομαι. M-M. -
6 ἀγορά
ᾰγορά (ἀγορᾶς, -ᾷ, -άν; -αί.)a public assembly, gatheringἐν χέρσῳ τε λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.5
ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου P. 4.85
b gathering place, market placeπρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
Μυρμιδόνες, ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν ( εἶραν coni. Mair met. gr.: v. Wil. 277̆{2}) N. 3.14 θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν (cf. Thuc. 6. 54. 6. Πεισίστρατος, ὃς τῶν δώδεκα θεῶν βωμὸν τὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἄρχων ἀνέθηκε) fr. 75. 5. -
7 λαιψηρός
1 swiftἈλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121
λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63
met., λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι quick-moving. O. 12.4 -
8 γυναικόποινος
γῠναικό-ποινος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόποινος
-
9 διαπόντιος
διαπόντιος, ον,A beyond sea,γᾶ A.Ch. 352
(lyr.);στράτευμα Hermipp.58
;πόλεμοι Th.1.141
; revenues,Antiph.
196.8;πρεσβεία IGRom.4.881
([place name] Tacina).II across the sea,δ. πέτεσθαι Alex. 210
;ναύτης δ. μονόμαχος Secund.Sent.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπόντιος
-
10 δυσκατάλυτος
δυσκατά-λῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκατάλυτος
-
11 λαιψηρός
A light, nimble, swift,λαιψηρά τε γοῦνα Il.22.204
, al.; of persons, light-footed, swift, 21.264; λ. βελέεσσιν ib. 278;ἀνέμων λ. κέλευθα 14.17
; λ. δρόμος, πόδες, Pi.P. 121, N.10.63, B.Scol.Oxy. Fr.4.9; ;πόλεμοι Pi.O.12.4
: neut. pl. as Adv., swiftly, E. Ion 717 (lyr.), Opp.H.1.237: regul. Adv. - ρῶς ib.5.660.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιψηρός
-
12 μάχη
A battle, combat, freq. in Hom., usu. of armies,μ. καὶ φύλοπις Il.13.789
;ἐπὶ ἶσα μ. τέτατο πτόλεμός τε 12.436
;μ. ἐνοπή τε 12.35
;μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι τε 7.237
; sts. of single combat, ib. 158, 232, 263; μ. καὶ δηϊοτής ib. 290;ναῶν ἐν μάχαις Pi.N.9.34
;μάχαις καὶ ναυμαχίαις Lys.30.26
;μάχη δορός A.Ag. 439
(lyr.), etc.: with Verbs, μάχην μάχεσθαι fight a battle, Il.15.414, etc.;θήσονται μ. 24.402
;μάχας εἰσήλυθον 2.798
;ἀρτύνθη μ. 11.216
;μ. ἤγειραν 17.261
; μ. ὀρνύμεν, ὤτρυνον, 9.353, 12.277;συμφερόμεσθα μάχῃ 11.736
;πειρᾶτο μάχας Pi.N.1.43
; ἀντιάζειν τινὶ μάχαν ib.67;σὺν γυναιξὶ τὰς μ. ποιούμενος S.El. 302
, cf. X.Cyr.3.3.29;μάχην συνάψαι ἐμβολαῖς A.Pers. 336
; μ. συμβάλλειν τινί engage battle with.., E. Ba. 837; διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, Hdt.1.169,6.9, A. Supp. 475;διὰ μάχης ἐκβαλεῖν τινα Arist.Pol. 1303a35
(so ἐξέπεσον διὰ μάχης ib.34); εἰς μάχην πρός τινα ἐλθεῖν, μολεῖν, E.Ba. 636 (troch.), Ph. 694;ἐς μάχην ἐπεξιέναι τινί Th.2.23
;μάχης γενομένης Pl.Lg. 869c
; μάχῃ κρατῆσαι conquer in battle, E.HF 612, D.18.193 (with v.l. μάχην); νενικήκαμεν τὴν μεγάλην μ. X.Cyr.7.5.53
;Μιλτιάδης ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μ. τοὺς βαρβάρους νικήσας Aeschin.3.181
; μάχη τινός battle with an enemy,Αἴαντος δ' ἀλέεινε μ. Il.11.542
, cf. Hes.Sc. 361;μ. ὑπέρ τινος Pi.N.7.42
; : pl., strifes,ἔρις τε.. πόλεμοί τε μάχαι τε Il.1.177
;μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Pl.Ti. 88a
, etc.: generally, contention, strife, Id.Ep. 352c, etc.;μάχης ἐάν τις ἄρξηται SIG1109.72
(ii A. D.);μ. νομικαί Ep.Tit.3.9
.2 = ἀγών, contest, as for a prize in the games, Pi.O.8.58 (but ἄεθλα, opp. μάχαι πολέμου, Id.O.2.44).II mode of fighting, way of battle,ἡ μ. σφέων ἦν ἀπ' ἵππων Hdt.1.79
;ἐπίστασθαι τὴν μ. τινῶν Id.7.9
.ά, cf. 7.85, X.Cyr.2.1.7.IV in Logic, contradiction, inconsistency, Epict.Ench.52.1, S.E.M.7.392. -
13 οἰκεῖος
A in or of the house, once in Hes., ;λέβης A. Fr.1
; ; of or for household affairs, domestic (for οἰκηΐη, v. οἰκία II),τὰ οἰ.
household affairs, property,Hdt.
2.37, S.Ant. 661 ;τὰ οἰ. ἀγαθά X.Oec.9.18
; τὰ οἰ. τὰ αὑτοῦ his household goods, Lys.13.41 ; opp. πολιτικά, Th.2.40 ; opp. τὰ τῆς πόλεως, Pl.Ap. 23b.2 Astrol., οἰ. ζῴδια domiciliary signs, Vett.Val.37.21, al.II of persons, of the same household, family, or kin, related, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήϊοι as being akin to him, Hdt.4.65 ; οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν.. ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνή so closely akin, Men.647 ; ἀνὴρ οἰ. kinsman, relative, near friend, Hdt.1.108 ; οἱ οἰ. kinsmen, opp. οἱ ἀλλότριοι, And.4.15, cf. Th.2.51 ; opp. ὀθνεῖοι, Pl. Prt. 316c ; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.3.65, cf. 5.5, D.18.288 ; of the tie itself, κατὰ τὸ οἰ. Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Th.1.9.2 friendly,εἴχομέν ποτε.. τὸν τόπον τοῦτον οἰ. D.4.4
; .III of things. belonging to one's house or family, one's own (defined asὅταν ἐφ' αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι Arist.Rh. 1361a21
),οἰ. ἄρουραι Pi.O.12.19
;σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι A.Pr. 398
; γῆ, χθών, S.Aj. 859,Ant. 1203 ; οἰκεῖον, ἢ 'ξ ἄλλου τινός ; born in the house, or.. ? Id.OT 1162 ; αἱ οἰ. πόλεις their own cities, X.HG3.5.2 ; ἡ οἰ. (sc. γῆ), [dialect] Ion.ἡ οἰκηΐη Hdt.1.64
; [ ἀναθήματα] οἰκήϊα his own property, ib.92 ; πόλεμοι οἰ. wars in one's own country, of the Helot war in Laconia, Th.1.118, cf.4.64 ;σῖτος οἰ. καὶ οὐκ ἐπακτός
homegrown,Id.
6.20.2 = ἴδιος, one's own, personal, private,οἰκείων κερδέων εἵνεκα Thgn.46
;ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηΐῳ Hdt.1.45
, cf. 153, Antipho 1.13 ;αἱ χεῖρες -ότεραι τοῦ σιδήρου Id.4.3.3
; μηδὲν -οτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Th.2.38, cf. 7.70 ;ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰ. κίνδυνον ἔχειν Id.3.13
; οἰ. ξύνεσις mother wit, Id.1.138 ; πρὸς οἰκείας χερός by his own hand, S.Ant. 1176, etc.; for A.Ag. 1220, v. βορά.b in Stoic Philos., endeared by nature to all animals, including man,τὸ πρῶτον οἰ.
what is earliest endeared,Chrysipp.Stoic.
3.43, Hierocl. p.7A.2 c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing,προοίμιον οἰ. ἑκάστῳ Pl.Lg. 772e
, cf. R. 468d, al., and freq. in Arist., as EN 1098a29 : also c. gen.,τὰ αὐτῶν οἰ. Pl.Phd. 96d
;οἰ. τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top. 101b2
, cf. EN 1096b31, Rh. 1360a22 ;οἰ. πρός τι Plb.5.105.1
.b of persons, c. gen., a student of..,σοφίας Str.17.1.5
; addicted to,καινοτομίας Iamb.VP 30.176
.3 proper, fit, οἰ. κατάγελως fit subject for ridicule, Men. 160 ; οἰ. ὄνομα a word in its proper, literal sense, opp. metaphor, Arist. Rh. 1404b35.B Adv. οἰκείως has the same senses as the Adj., οἰ φέρε bear it like your own affair, Ar.Th. 197 ; διαλέγεσθαι οἰ. τινί converse familiarly with him, Th.6.57 ;οἰ. χρῆσθαί τινι
to be on familiar terms,X.
HG2.3.16 ;οἰ. διακεῖσθαί τινι Id.An.7.5.16
;πρός τι Plb.13.1.2
;οἰ. δέχεσθαί τινας D.18.215
;οἰ. ἔχειν τινί Id.4.4
, etc.: [comp] Comp.- ότερον Is. 1.49
; : [comp] Sup.- ότατα Plb.5.106.4
.2 affectionately, dutifully,ἔθαψε, περιέστειλεν οἰ. Men. 325.12
, cf. Th.2.60.3 literally, actually, Gal.Phil.Hist.39 D.4 Astrol., οἰ. σχηματίζεσθαι, of a planet, to be in its domicile, Vett.Val. 58.27, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκεῖος
-
14 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
15 πολυετής
πολυ-ετής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυετής
-
16 προγίγνομαι
προγίγνομαι, [dialect] Ion. and later [suff] προγεωργ-γίνομαι [ῑ]: [tense] fut. - γενήσομαι: [tense] aor. προὐγενόμην: [tense] pf. προγέγονα and - γεγένημαι:—A come forward, οἱ δὲ τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.18.525, cf. h.Hom.7.7;ἄμυδις προγένοντο Hes.Sc. 345
;εἴσω π. Opp.H.2.103
;κόπρον ἔπι π. Call.Dian. 178
, cf. Theoc.25.134: c. gen.,ὠκεανοῖο.. ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες Arat.706
;ἀστὴρ ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα πρὸ ἁλίου προγενόμενος Ti.Locr.97a
.II to be born before, exist before,ἢν.. προγεγονότες ἔωσι πρὶν.. Hdt.7.3
;οἱ προγεγονότες θεοί Id.2.146
; οἱ π. ἄνθρωποι former men, X.Mem.4.8.10;οἱ προγεγενημένοι Id.Cyr.8.7.24
, etc.; οἱ προγενόμενοι the previous crews, Plb.10.17.12.2 of events, etc.,ταῦτά μοι προὐγεγόνει Pl.Smp. 219e
; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων reports of things of old time, Th.1.20, etc.;τὰ προγεγονότα Hp. Prog.1
, etc.; προγεγενημένοι [πόλεμοι], καιροί, Th.1.1, Decr.Byz. ap. D.18.90; , cf. PHib. 1.96.8 (iii B.C.);αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ' ἄν Pl.Phlb. 39d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγίγνομαι
-
17 πυργοδάϊκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυργοδάϊκτος
-
18 τραχηλίζω
II in wrestling, ' scrag' one's opponent,τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33
:— [voice] Pass., Pl.Amat. 132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b.2 metaph., inflict hardship on a combatant,τοὺς.. φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι Ph.2.131
:—[voice] Pass.,ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ -ιζόμενοι J.BJ4.6.2
.3 metaph. in [voice] Pass., to be overpowered, swept away,ταῖς ἐπιθυμίαις Ph.2.127
; of ships in a whirlpool, Str.6.2.3.III in a pun on signfs. 1, 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, ἴδε ἔφη, κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου -ίζεται see how the ram's neck is being twisted, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος -ιζομένους καὶ περιαγομένους ibid.IV [voice] Pass., to be laid open, Ep.Hebr.4.13; τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχηλίζω
-
19 χέρσος
A dry land, opp. water, ἐπὶ χέρσου, opp. ἐν πόντῳ, Od.10.459, cf. 15.495; ;λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα 6.95
;κῦμα.. βοάᾳ ποτὶ χ. Il.14.394
;κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει 4.425
;χέρσον ἱκέσθαι Od.9.486
, 542;ἐπὶ χέρσω Sapph.Supp.9.10
;κατὰ χέρσον A.Pers. 873
(lyr.), E.IT 884 (lyr.); χέρσῳ on or by land, A.Pers. 977 (lyr.), Ag. 558, E.Hel. 1066: prov.,ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι Pi.O.12.4
, cf. N.1.62;πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ' ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται A.Pers. 707
(troch.); πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χ., of the realm of Hades, Id.Th. 860(lyr.).—In Hom. the gender cannot be determined, fem. Pi.Fr.75.17 (dub.l.), A.Supp.31 (anap.), Thphr.CP3.13.3, D.S.3.15, etc.: pl., ἐν ταῖς χέρσοις on barren soils, Thphr.HP8.6.4.II after Hom. as Adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.2.99; Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον to the mainland of Europe, Pi. N.4.70; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. πόντῳ, ib.9.43.2 dry, hard, barren,τῆς χώρης ἐούσης χ. Hdt.4.123
;στύφλος δὲ γῆ καὶ χ. S.Ant. 251
; παραδοῦναι [ τὴν γῆν] χέρρον, i.e. ψιλήν, without a crop on it, IG22.2492.16;χ. καὶ ἄκανθα ἔσται ἡ γῆ LXX Is.7.24
; waste places,A.
Fr. 189; χ. λιμήν a harbour left dry, AP9.427 (Barb.): freq. in Pap., PAmh.2.31.12 (ii B. C.), etc.3 metaph., barren, of women, .b c. gen., barren of,πυρὰ χέρσος ἀγλαϊς μάτων E.El. 325
. (Cf. Skt. hár[ snull ] ate 'become stiff, bristle', Avest. zarštva- 'stone', Lat. horreo.) -
20 ἀδελφός
I as Subst., ἀδελφός, ὁ, voc. ἄδελφε; [dialect] Ep., [dialect] Ion., and Lyr. ἀδελφεός (gen. - ειοῦ in Hom. is for - εόο), Cret. ἀδελφιός, ἀδευφιός, Leg.Gort.2.21, Mon.Ant.18.319:— brother, Hom., etc.; ἀδελφοί brother and sister, E.El. 536; so of the Ptolemies,θεοὶ ἀδελφοί Herod.1.30
, OGI50.2 (iii B. C.), etc.;ἀπ' ἀμφοτέρων ἀδελφεός Hdt.7.97
: prov.,χαλεποὶ πόλεμοι ἀδελφῶν E.Fr. 975
: metaph.,ἀ. γέγονα σειρήνων LXX Jb.30.29
.3 colleague, associate, PTeb.1.12, IG12 (9).906.19 ([place name] Chalcis); member of a college, ib.14.956.4 term of address, used by kings, OGI138.3 ([place name] Philae), J.AJ13.2.2, etc.; generally, LXX Ju.7.30; esp. in letters, PPar.48 (ii B. C.), etc.:—as a term of affection, applicable by wife to husband, LXX To.10.12, PLond.1.42.1 (ii B. C.), etc.5 brother (as a fellow Christian), Ev.Matt.12.50, Act.Ap.9.30, al.; of other religious communities, e.g. Serapeum, PPar.42.1 (ii B. C.), cf. PTaur.1.1.20.II Adj., ἀδελφός, ή, όν, brotherly or sisterly, A.Th. 811, etc.; φύσιν ἀ. ἔχοντες, of Hephaistos and Athena, Pl.Criti. 109c.2 generally, of anything double, twin, in pairs, X.Mem. 2.3.19:—also, akin, cognate,μαθήματα Archyt.1
;ἀ. νόμοις Pl.Lg. 683a
: mostly c. gen.,ἀδελφὰ τῶνδε S.Ant. 192
;ἡ δὲ μωρία μάλιστ' ἀ. τῆς πονηρίας ἔφυ Id.Fr. 925
; freq. in Pl., Phd. 108b, Cra. 418e, al., cf. Hyp.Epit.35: c. dat.,ἀδελφὰ τούτοισι S.OC 1262
, cf. Pl.Smp. 210b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδελφός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολεμοῖ — πολεμέω to be at war pres opt act 3rd sg (attic epic doric) πολεμόω make hostile pres ind mp 2nd sg πολεμόω make hostile pres opt act 3rd sg πολεμόω make hostile pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμοι — πόλεμος war masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηνιακοί πόλεμοι — Πόλεμοι με τους οποίους οι Σπαρτιάτες εξασφάλισαν την κυριαρχία τους στη Μεσσηνία. H σύγχρονη ιστοριογραφία, μεταβάλλοντας λίγο τις χρονολογίες που παραθέτει η αρχαία παράδοση, υποστηρίζει ότι ο πρώτος από αυτούς διεξήχθη στα τέλη του 8ου αι. (ή… … Dictionary of Greek
ρωσοτουρκικοί πόλεμοι — Δυο πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. α. 1828 1829. Από ολόκληρη τη σειρά των πολέμων που έχουν γίνει ανάμεσα στη Ρωσία και στην Τουρκία, ο πιο σημαντικός από ελληνικής πλευράς είναι εκείνος του 1828 1829, γιατί αποτέλεσμα του ήταν η συνθήκη… … Dictionary of Greek
Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π … Dictionary of Greek
Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
ανεξαρτησίας, πόλεμοι — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις που έκαναν διάφοροι λαοί –κυρίως τον 19o αι.– εναντίον εθνών που κατείχαν τα εδάφη τους. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί ο π.α. των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι επιμέρους π.α. των… … Dictionary of Greek
Αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι — Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον … Dictionary of Greek
Περσικοί πόλεμοι — Με τον όρο αυτό δηλώνονται σε ευρεία έννοια οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών από το 498 π.Χ., οπότε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν βοήθεια στους επαναστατημένους Ίωνες, μέχρι το 448 (Eιρήνη του Καλλία). Ο Θουκυδίδης, όμως, ονόμαζε … Dictionary of Greek