-
1 ἔρις
Aἔριν Od.3.136
, etc.; also ἔριδα, usu. in [dialect] Ep.: pl.ἔριδες, laterἔρεις Ep.Tit.3.9
, etc.:—strife, quarrel, contention:I in Il., mostly of battle-strife,αἰεὶ γάρ τοι ἔ. τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
;μεμαυῖ' ἔριδος καὶ ἀϋτῆς 5.732
, cf. 13.358 ;κακὴ ἔ. 3.7
;ἔ. πτολέμοιο 14.389
, al.; reversely,ἔριδος νεῖκος 17.384
; ἔριδα ξυνάγοντεςἌρηος 5.861
; ἔριδι or ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, 1.8, 7.111 ;ἔριδι ξυνιέναι 20.66
, 21.390 ; later,τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pi.N.8.51
;ἔρις ἐνόπλιος Gorg.Fr.6
D.II generally, quarrel, strife,ἔρις θυμοβόρος Il.20.253
, etc.: less freq. in pl., ἔριδας καὶ νείκεα ib. 251 : freq. of political or domestic discord,φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι S.OC 1234
(lyr.);ἔριδες, νείκη, στάσις,..πόλεμος Ar.Th. 788
;ἔριδος ἀγών S.Aj. 1163
(anap.); ;ἔριν περί τινος ἐκφυγεῖν Pl.Lg. 736c
; λύειν, κατασβέσαι, E.Ph.81, S.OC 422 ;γενέσθαι ἔριν πρὸς σφᾶς αὐτούς Th.6.31
: with Preps.,ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι Hdt.9.33
, cf. Ar.Ra. 877 (hex.); ἀφῖχθαι, ἐμπεσεῖν, E.IA 319 (troch.), 377 ;ἐν πολλῇ ἔριδι εἶναι Th.2.21
;ἐν ἔριδι εἶναι πρὸς ἀλλήλους Id.6.35
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος δι' ἐρίδων ἦν Plu.Caes.33
: c. inf.,εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις..ἀρχῆς λαβέσθαι S.OC 372
.2 wordy wrangling, disputation,ἐκ τῆς ἔριδος..ἐμάχοντο Hdt.1.82
; ;ἐγένετο ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἀλλὰ λιμόν Th.2.54
;ἦν ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε.. Id.3.111
;μεστὸς ἐρίδων καὶ δοξοσοφίας Pl.Phlb. 49a
, cf.Ti. 88a ;ἡ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία Isoc.10.6
;ἔριδος ἕνεκα Pl.Sph. 237b
; cf. ἐριστικός.III Personified, Eris, a goddess who excites to war,Ἔ. κρατερή Il.20.48
;ἐν δ' Ἔ. ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ' ὀλοὴ Κήρ 18.535
;Νὺξ..Ἔριν τέκε καρτερόθυμον Hes.Th. 225
: hence, as goddess of Discord, at the marriage of Peleus and Thetis, Coluth.39, al.2 as a principle of nature,πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι Heraclit.8
: pl., Emp.124.2.IV contention, rivalry, freq. in Od., ἔργοιο in work, 18.366 ; ὅς τις ἔριδα προφέρηται ἀέθλων for prizes, 8.210 ;ἔρις χερσὶ γένηται 18.13
; ἔριδα προφέρουσαι in eager rivalry, 6.92 ;ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν 16.292
: in later Poets, contest, καλλονᾶς, μελῳδίας, E.IA 1308, Rh. 923 ;ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις Id.Hel. 100
;ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Hdt.6.129
; ;ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους ὅπως.. X.Cyr.6.2.4
; εἰς ἔριν ὁρμᾶσθαι ταύτης τῆς μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ib.2.3.15 ;εἰς ἔριν συμβάλλειν τινὰς περὶ ἀρετῆς Id.Lac.4.2
; κατ' ἔριν τὴν Ἀθηναίων out of rivalry with.., Hdt.5.88, cf. Pl.Criti. 109b ; ἔβα Πινδάροιο (leg. - οι)ποτ' ἔριν Corinn. 21
; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν in rivalry with.., E.Cyc. 328 ; in good sense,ἔρις ἀγαθῶν A.Eu. 975
(lyr.), cf. Hes.Op.24.------------------------------------ἔρις (B),A = ἶρις, [dialect] Att., acc. to Hsch. s.v. ἔριδας.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek