-
1 ποκη
ἥ шерстьтолько в выраж.
εἰς ὄνου πόκας ирон. Arph. — в край ослиной шерсти, т.е. в (несуществующий) ад -
2 πόκες
-
3 πόκες
См. также в других словарях:
νεόποκος — νεόποκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ ποκος, εύ ποκος] … Dictionary of Greek
ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] … Dictionary of Greek
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek
σύμποκος — ον, Α (για πρόβατο) αυτός που δεν έχει κουρευθεί, ακούρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ ποκος, αμφίποκος] … Dictionary of Greek