-
1 πόδιον
πόδιονfoot: neut nom /voc /acc sg -
2 πόδιον
-
3 ποδίοις
πόδιονfoot: neut dat pl -
4 ποδίων
πόδιονfoot: neut gen pl -
5 πόδια
πόδιονfoot: neut nom /voc /acc pl -
6 πόδι'
πόδια, πόδιονfoot: neut nom /voc /acc plπόδιαι, ποδίαfem nom /voc pl -
7 γερανοπόδιον
A = λυχνίς, Ps.-Dsc.3.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοπόδιον
-
8 γυμνοπόδιον
γυμνο-πόδιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνοπόδιον
-
9 δασυπόδιον
A = ἴον πορφυροῦν, Ps. ¯ Dsc.4.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασυπόδιον
-
10 καμηλοπόδιον
κᾰμηλο-πόδιον, τό,A = πράσιον, Ps.-Dsc.3.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλοπόδιον
-
11 κλινοπόδιον
κλῑνο-πόδιον, τό, an aromatic herb, the leaves of which areA like the feet of a bed, Calamintha Clinopodium, horse-thyme, Dsc. 3.95, Gal.12.30, Plin.HN24.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπόδιον
-
12 κορωνοπόδιον
A PMag. Osl.1.283.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορωνοπόδιον
-
13 κυνοπόδιον
κῠνο-πόδιον, τό,A = πολύγονος, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοπόδιον
-
14 λεοντοπόδιον
λεοντο-πόδιον, τό, = foreg., Dsc.3.96;A = ζῳόνυχον, Ps.- Dsc.4.133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντοπόδιον
-
15 μελαμπόδιον
μελαμ-πόδιον, τό,A = ἐλλέβορος μέλας, Thphr.HP9.10.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελαμπόδιον
-
16 τριημιπόδιον
τρῐημῐ-πόδιον, τό,A a foot and a half, X.Oec.19.4, 5:—as Adj. [suff] τρῐημῐ-πόδιος, ον, a foot and a half long, IG12.372.12, 373.15, 22.1668.28, 1682.9, 7.4255.20 ([place name] Oropus); also [suff] τρῐημῐ-ποδιαῖος, α, ον, Inscr.Délos 1416 A i85 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριημιπόδιον
-
17 χυτρόπους
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar. Pax 893 (gloss on λάσανα); also [full] κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.2 pot or cauldron,χυτρόποδες Hes.Op. 748
, LXX Le.11.35;χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5
([place name] Juba).3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—[var] Dim. [suff] χυτρο-πόδιον, τό, Hippon.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χυτρόπους
-
18 ἀκροπόδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροπόδιον
-
19 ἡμιπόδιον
ἡμι-πόδιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιπόδιον
-
20 ἱερακοπόδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερακοπόδιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πόδιον — foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίοις — πόδιον foot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίων — πόδιον foot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδια — πόδιον foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπόδιον — ἡμιπόδιον, τὸ (Α) (ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο πόδιον, υπο πόδιον]. ἡμιπόδιον, τὸ (Α) το μισό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός)] … Dictionary of Greek
κλινοπόδιο — το (Α κλινοπόδιον) νεοελλ. γένος δικοτυλήδονων φυτών με ρόδινα ή πορφυρόχρωμα άνθη αρχ. αρωματικό φυτό που τα φύλλα του μοιάζουν με τα πόδια κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πόδιον (< πόδιον < πούς, ποδός), πρβλ. κυνο πόδιον, λεοντο πόδιον] … Dictionary of Greek
κορωνοπόδιον — κορωνοπόδιον, τὸ (ΑM) το φυτό πλαντάγινο ή αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πόδιον (< πόδιον < πούς), πρβλ. ιερακο πόδιον, κλινο πόδιον] … Dictionary of Greek
ιερακοπόδιον — ἱερακοπόδιον, τὸ (Α) το φυτό λυχνίς η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο πόδιον, κλινο πόδιον)] … Dictionary of Greek
λεοντοπόδιο — το (Α λεοντοπόδιον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς αρχ. το φυτό ζωόνυχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Polypodium — Taxobox name = Polypodium image width = 240px image caption = Common Polypody, Polypodium vulgare regnum = Plantae divisio = Pteridophyta classis = Pteridopsida ordo = Polypodiales familia = Polypodiaceae genus = Polypodium genus authority = L.… … Wikipedia
Многоножка — У этого термина существуют и другие значения, см. многоножка (значения). ? Многоножка … Википедия