-
1 πυρ-δαής
πυρ-δαής, ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
-
2 θεσπι-δαής
θεσπι-δαής, ές, eigtl. von Gott her brennend, durch eine Gottheit entzündet, übh. von gewaltigem, ungewöhnlich heftigem Feuer, πῦρ, Il. 12, 177 u. öfter; vgl. Butim. Lexil. I p. 166.
-
3 πυρδαής
πυρ-δαής, ές, im Feuer brennend -
4 πυρδαης
-
5 θεσπιδαης
-
6 θεσπιδαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσπιδαής
-
7 θεσπιδαής
θεσπι-δαής, ές ( δαί Od. 24.1): prodigiously or fiercely blazing, πῦρ. (Il. and Od. 4.418).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θεσπιδαής
См. также в других словарях:
θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] … Dictionary of Greek
ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] … Dictionary of Greek
πυρδαής — ές, Α (για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό τού Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής] … Dictionary of Greek
ταχυδαής — ές, Μ αυτός που καίγεται γρήγορα, ταχυκαής* («ὅ,τι τῆς ὕλης ταχυδαές τε καὶ αὖον», Αγαθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δαής (< δάος < δαίω «καίω, ανάβω»), πρβλ. πυρ δαής] … Dictionary of Greek