-
1 θεσπιδαης
-
2 θεσπιδαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσπιδαής
-
3 θεσπιδαής
θεσπι-δαής, ές ( δαί Od. 24.1): prodigiously or fiercely blazing, πῦρ. (Il. and Od. 4.418).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θεσπιδαής
-
4 θεσπιδαής
θεσπι-δαής, ές, eigtl. von Gott her brennend, durch eine Gottheit entzündet, übh. von gewaltigem, ungewöhnlich heftigem Feuer -
5 θεσπιδαές
θεσπιδαήςkindled by a god: masc /fem voc sgθεσπιδαήςkindled by a god: neut nom /voc /acc sg -
6 θεσπιδαούς
-
7 θεσπιδαοῦς
См. также в других словарях:
θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] … Dictionary of Greek
θεσπιδαές — θεσπιδαής kindled by a god masc/fem voc sg θεσπιδαής kindled by a god neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιδαοῦς — θεσπιδαής kindled by a god masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… … Dictionary of Greek