-
1 πυρσονωτος
-
2 πυρσόνωτος
πυρσό-νωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρσόνωτος
-
3 πυρσόνωτος
-
4 πυρσόνωτον
πυρσόνωτοςredbacked: masc /fem acc sgπυρσόνωτοςredbacked: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
πυρσόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα, ερυθρόνωτος («δράκοντα πυρσόνωτον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + νῶτον «πλάτη» (πρβλ. πορφυρό νωτος)] … Dictionary of Greek
πυρσόνωτον — πυρσόνωτος redbacked masc/fem acc sg πυρσόνωτος redbacked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)