Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυρσόνωτος

См. также в других словарях:

  • πυρσόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα, ερυθρόνωτος («δράκοντα πυρσόνωτον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + νῶτον «πλάτη» (πρβλ. πορφυρό νωτος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρσόνωτον — πυρσόνωτος redbacked masc/fem acc sg πυρσόνωτος redbacked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»