-
1 πυρρός
Grammatical information: adj.Meaning: `blazing red, tawny', esp. of hair (of the head) and haircovering, `red' (IA.; poet.).Other forms: πυρσός (E., Mosch.).Compounds: Compp., e.g. πυρρό- ( πυρσό-)θριξ `red-haired' (E. in lyr., Arist., Poll.), ἐπί-πυρρος `reddish' (Arist., Thphr. a.o.; Strömberg Prefix Stud. 106).Derivatives: 1. many popular-expressive formations: πυρρίας m. `red-haired man', esp. of slaves (Ar.), ΠυρϜίας PN (Corinth VIa; Latte Glotta 35, 296f.), ΠυρϜαλίων PN (Argos; Schulze Kl. Schr. 115 w. n. 3); πυρράκης `with reddish hair-colour', "redskin" (LXX, hell. pap.), πυρρίχος `red', of a bull (Theoc.), also as PN; from this πυρρίχη f. n. of a weapondance (Att.) with - ίχιος, - ιχίζω a.o.? 2. πύρρ-α f. n. of a bird (Ael.), - αία f. `red robe?' (Halic. IIIa). 3. πυρρό-της f. `red hair-colour' (Arist.). 4. verbs: πυρσ-αίνω `to colour red' (E. in lyr. a.o.), πυρρ-ίζω (LXX), - άζω (Ev. Matt.) `to be red', of heaven, - ιάω `to redden, to blush' (late).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The relation of the Cor. horsename ΠυρϜος (Myc. Puwo, -wa, - wino? Gallavotti Par. del Pass. 12, 11) and ΠυρϜ-ίας, - αλίων (s. ab.) to IA. πυρρός, is not quite clear, as a PGr. *πυρϜος should have given in IA. *πῠρός\/πῡρος. Therefore one posits since Hoffmann Dial. 3, 589 (s. also Schwyzer 335 f.) usually PGr. *πυρσϜός. πυρρός for *πῡ̆ρός through expressive gemination? On the Ϝο-sufflx in colour-adj. Chantraine Form. 123, Schwyzer 472; on the phonetics also Lejeune Traité de phon. 119 n. 2, Forbes Glotta 36, 262f. Further s. πῦρ [?] and πυρσός (s.v. πῦρ and s.v.). Diff. Schulze Kl. Schr. 115f.: to Lith. pur̃vas `dirt, muck'; on this Fraenkel s.v. w. further lit. -- On derivv. from πυρρός in Lat. a. Rom. Kahane Glotta 39, 133 ff.Page in Frisk: 2,631-632Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πυρρός
См. также в других словарях:
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
τιμαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός από το Ταυρομένιο (Ταορμίνα) της Σικελίας (346 250 π.Χ.). Ο τύραννος των Συρακουσών, Αγαθοκλής, τον εξόρισε, και αυτός πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ρητορική και πέρασε εκεί 50 χρόνια της ζωής του. Δεν… … Dictionary of Greek
Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν … Dictionary of Greek
ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… … Dictionary of Greek
Λάνασσα — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Κόρη του Ηρακλείδη Κλεοδαίου, αρχηγού του βασιλικού οίκου των Μολοσσών της Ηπείρου, και μητέρα του Πύρρου, βασιλιά της Ηπείρου (4ος αι. π.Χ.). 2. Κόρη του τύραννου των Συρακουσών Αγαθοκλή (3ος αι.… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek