-
1 πυῤῥ-οπίπης
πυῤῥ-οπίπης, ὁ, der lüstern nach goldlockigen Knaben Gaffende, Goldlockenäugler, Ar. Equ. 405, von Kleon, mit Anspielung auf πυροπίπης, nach Weizen, d. i. nach der Beköstigung im Prytaneion äugelnd; der Schol. bemerkt, daß ihn Cratin. so genannt habe, τουτέστι τὸν φύλακα τοῠ σίτου, ὡς εἰς τὸ πρυτανεῖον παρέχοντα ἄρτους.
-
2 πυῤῥοπίπης
πυῤῥ-οπίπης, ὁ, der lüstern nach goldlockigen Knaben Gaffende, Goldlockenäugler, von Kleon, mit Anspielung auf πυροπίπης, nach Weizen, = nach der Beköstigung im Prytaneion äugelnd
См. также в других словарях:
πυροπίπης — ὁ, Α (κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek
πυροπίπην — πυροπίπης corn ogler masc acc sg (attic epic ionic) πυροπί̱πην , πυρροπίπης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροπίπας — πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc acc pl πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc nom sg (epic doric aeolic) πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc acc pl πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek