-
1 πυροπίπης
A corn-ogler, Com. word for σιτοφύλαξ, Ar.Eq. 407 (cf. Sch. ad loc., Suid. s.v. πυροπίπας), Cratin.340.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυροπίπης
-
2 πυροπίπην
πυροπίπηςcorn-ogler: masc acc sg (attic epic ionic)πυροπί̱πην, πυρροπίπηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
3 πυροπίπας
πυροπίπᾱς, πυροπίπηςcorn-ogler: masc acc plπυροπίπᾱς, πυροπίπηςcorn-ogler: masc nom sg (epic doric aeolic)πυροπί̱πᾱς, πυρροπίπηςmasc acc plπυροπί̱πᾱς, πυρροπίπηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πυροπίπης — ὁ, Α (κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek
πυροπίπην — πυροπίπης corn ogler masc acc sg (attic epic ionic) πυροπί̱πην , πυρροπίπης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροπίπας — πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc acc pl πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc nom sg (epic doric aeolic) πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc acc pl πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek