-
1 πυροβολα
-
2 πυροβόλα
πυροβόλοςfire-darting: neut nom /voc /acc pl -
3 πυρο-βόλος
πυρο-βόλος, Feuer werfend, schleudernd, τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen, Plut. Syll. 9.
-
4 ολκή
η1) волочение, тяга; вытаскивание; 2) воен, калибр;πυροβόλα μεγάλης ολκής — пушки большого калибра;
3) перен. большой размер; широкий масштаб;крупная величина;απατεώνας μεγάλης ολκης — первоклассный обманщик, плут большой руки;
συγγραφέας (μεγάλης) ολκής — большой, крупный писатель
-
5 όπλο(ν)
τό1) винтовка, ружьё; оружие;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие;
αφλογιστία όπλου — осечка;
παίρνω ( — или λαμβάνω) τα όπλα — браться за оружие, восставать;
καταθέτω τα όπλα — капитулировать; — сдаваться; — складывать оружие;
καλώ υπό τα όπλα — объявлять мобилизацию; — призывать в армию, ставить под ружьё;
εφ' όπλου λόγχην! — примкнуть штыки! (команда);
παρουσιάζω όπλα — брать оружие «на караул»;
2) род войск;3) перен. орудие, средство, инструмент;τό όπλο(ν) της ταξικής πάλης — орудие классовой борьбы
-
6 όπλο(ν)
τό1) винтовка, ружьё; оружие;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие;
αφλογιστία όπλου — осечка;
παίρνω ( — или λαμβάνω) τα όπλα — браться за оружие, восставать;
καταθέτω τα όπλα — капитулировать; — сдаваться; — складывать оружие;
καλώ υπό τα όπλα — объявлять мобилизацию; — призывать в армию, ставить под ружьё;
εφ' όπλου λόγχην! — примкнуть штыки! (команда);
παρουσιάζω όπλα — брать оружие «на караул»;
2) род войск;3) перен. орудие, средство, инструмент;τό όπλο(ν) της ταξικής πάλης — орудие классовой борьбы
-
7 παράκτιος
-
8 πυροβόλος
ος, ο[ν] огнестрельный;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
τραύμα από πυροβόλο όπλο — огнестрельная рана;
σκοτώνω με πυροβόλο όπλο — застрелить
-
9 κατασπείρω
Aσπερῶ LXX
(v. infr.):—sow, plant,εἰς μήτραν ζῷα Pl.Ti. 91d
: metaph.,ἀνίας μοι κατασπείρας S.Aj. 1005
:—[voice] Pass.,ὁ κατεσπαρμένος σπόρος PMagd.7.8
(iii B.C.).II spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over.., Plu.Cam.34;αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον Id. Dio 25
:—[voice] Pass., to be spread abroad, dispersed,εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Pl.Lg. 891b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπείρω
-
10 πυροβόλος
πῠροβόλος, ον,A fire-darting, τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, LXX 1 Ma.5.61, Plu.Sull.9, Ant.66; gloss on πυρεῖα, Sch.S.Ph. 36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυροβόλος
-
11 πυροβόλος
πυρο-βόλος, Feuer werfend, schleudernd; τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen
См. также в других словарях:
πυροβόλα — πυροβόλος fire darting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
θωρηκτό — Μεγάλο πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με τη μέγιστη επιθετική βλητική ικανότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή αμυντική προστασία, η οποία εξασφαλίζεται από κάθετες (θωρηκτή ζώνη) και από οριζόντιες (θωρηκτό κατάστρωμα) θωρακίσεις. Ακόμα και οι… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
καταδρομικό — Πολεμικό πλοίο με μεγάλη ταχύτητα και αυτονομία δράσης. Στους σύγχρονους τύπους, με πλήρες φορτίο, έχει εκτόπισμα από 7.000 έως περισσότερο από 22.000 τόνους (τα ρωσικά κ. της κλάσης Κίροφ, που θεωρούνται τα μεγαλύτερα, εκτοπίζουν 28.000 τόνους) … Dictionary of Greek
αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… … Dictionary of Greek
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
Αλαμέιν — (Al Alamein). Τοποθεσία και πολύ μικρός οικισμός στη βόρεια Αίγυπτο, 104 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας. Λέγεται και ελ Α. Εκεί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η 8η βρετανική στρατιά, με διοικητή τον στρατηγό Μπ. Μοντγκόμερι,… … Dictionary of Greek
υπερντρέντνοτ — Ονομασία θωρηκτού που φέρει βαρέα πυροβόλα. Πρόκειται για πολεμικό μεγαλύτερο του ντρέντνοτ. Πρώτη η Μ. Βρετανία άρχισε από το 1913 ν’ αυξάνει το διαμέτρημα των βαρέων πυροβόλων των ντρέντνοτς. Στην αρχή, για σκάφη εκτοπίσματος 24.000 τόνων, το… … Dictionary of Greek