Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αγχέμαχα

См. также в других словарях:

  • αγχέμαχα όπλα — Τα όπλα που ενεργούν σε μικρή απόσταση και χρησιμοποιούνται στις μάχες εκ του συστάδην (σώμα με σώμα). Α.ό. (άγχι = κοντά + μάχομαι) στην αρχαία εποχή ήταν το δόρυ, η λόγχη, το ξίφος κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή όπλο του είδους είναι η λόγχη, που… …   Dictionary of Greek

  • ἀγχέμαχα — ἀγχέμαχος fighting hand to hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • αλαβάρδα — Τύπος λόγχης που προέρχεται από την Κίνα. Η εισαγωγή του στον ευρωπαϊκό χώρο χρονολογείται από τον 14ο αι. Αποτελείται από τρία τμήματα: την αιχμή, την κόψη και την αρπάγη. Κατά τους τελευταίους μεσαιωνικούς χρόνους τη χρησιμοποίησαν κυρίως οι… …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • οπλομάχος — ο (Α ὁπλομάχος, ον) οπλομάχος αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο τής ξιφασκίας νεοελλ. ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα αρχ. 1. πολεμιστής… …   Dictionary of Greek

  • πεζικό — Οι άντρες του στρατού ξηράς. Ουσιαστικά το π. είναι το βασικό σώμα κάθε στρατού. Ο Γάλλος στρατηγός Μοντουί (Maudhuy) γράφει στο βιβλίο του Πεζικό (1911): «Μόνο οι λαοί που έχουν καλό πεζικό έχουν μόνιμες επιτυχίες. Οι αρχαίοι Έλληνες, λαός με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»