-
1 αγχέμαχα
-
2 ἀγχέμαχα
-
3 αγχέμαχος
ος, ον предназначенный для рукопашного боя;αγχέμαχα όπλα — холодное оружие
-
4 όπλο(ν)
τό1) винтовка, ружьё; оружие;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие;
αφλογιστία όπλου — осечка;
παίρνω ( — или λαμβάνω) τα όπλα — браться за оружие, восставать;
καταθέτω τα όπλα — капитулировать; — сдаваться; — складывать оружие;
καλώ υπό τα όπλα — объявлять мобилизацию; — призывать в армию, ставить под ружьё;
εφ' όπλου λόγχην! — примкнуть штыки! (команда);
παρουσιάζω όπλα — брать оружие «на караул»;
2) род войск;3) перен. орудие, средство, инструмент;τό όπλο(ν) της ταξικής πάλης — орудие классовой борьбы
-
5 όπλο(ν)
τό1) винтовка, ружьё; оружие;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие;
αφλογιστία όπλου — осечка;
παίρνω ( — или λαμβάνω) τα όπλα — браться за оружие, восставать;
καταθέτω τα όπλα — капитулировать; — сдаваться; — складывать оружие;
καλώ υπό τα όπλα — объявлять мобилизацию; — призывать в армию, ставить под ружьё;
εφ' όπλου λόγχην! — примкнуть штыки! (команда);
παρουσιάζω όπλα — брать оружие «на караул»;
2) род войск;3) перен. орудие, средство, инструмент;τό όπλο(ν) της ταξικής πάλης — орудие классовой борьбы
См. также в других словарях:
αγχέμαχα όπλα — Τα όπλα που ενεργούν σε μικρή απόσταση και χρησιμοποιούνται στις μάχες εκ του συστάδην (σώμα με σώμα). Α.ό. (άγχι = κοντά + μάχομαι) στην αρχαία εποχή ήταν το δόρυ, η λόγχη, το ξίφος κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή όπλο του είδους είναι η λόγχη, που… … Dictionary of Greek
ἀγχέμαχα — ἀγχέμαχος fighting hand to hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
αλαβάρδα — Τύπος λόγχης που προέρχεται από την Κίνα. Η εισαγωγή του στον ευρωπαϊκό χώρο χρονολογείται από τον 14ο αι. Αποτελείται από τρία τμήματα: την αιχμή, την κόψη και την αρπάγη. Κατά τους τελευταίους μεσαιωνικούς χρόνους τη χρησιμοποίησαν κυρίως οι… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
οπλομάχος — ο (Α ὁπλομάχος, ον) οπλομάχος αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο τής ξιφασκίας νεοελλ. ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα αρχ. 1. πολεμιστής… … Dictionary of Greek
πεζικό — Οι άντρες του στρατού ξηράς. Ουσιαστικά το π. είναι το βασικό σώμα κάθε στρατού. Ο Γάλλος στρατηγός Μοντουί (Maudhuy) γράφει στο βιβλίο του Πεζικό (1911): «Μόνο οι λαοί που έχουν καλό πεζικό έχουν μόνιμες επιτυχίες. Οι αρχαίοι Έλληνες, λαός με… … Dictionary of Greek