Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πυροβολισμός

  • 1 выстрел

    выстрел м о πυροβολισμός, - η βολή η τουφεκιά (из винтовки)· η κανονιά (из пушки) выстрелить πυροβολώ, ρίχνω με όπλο
    * * *
    м
    ο πυροβολισμός, η βολή; η τουφεκιά ( из винтовки); η κανονιά ( из пушки)

    Русско-греческий словарь > выстрел

  • 2 стрельба

    стрельба ж о πυροβολισμός; η σκοποβολή (по цели)9 \стрельба из лука η τοξοβολία· состязания по \стрельбае οι αγώνες σκοποβολής
    * * *
    ж
    ο πυροβολισμός; η σκοποβολή ( по цели)

    стрельба́ из лу́ка — η τοξοβολία

    состяза́ния по стрельбе́ — οι αγώνες σκοποβολής

    Русско-греческий словарь > стрельба

  • 3 выстрел

    α.
    1. πυροβολισμός•

    раздался -ακούστηκε πυροβολισμός, έπεσε τουφεκιά•

    он сдался без -а παραδόθηκε χωρίς να ρίξει τουφεκιά•

    произвести выстрел πυροβολώ.

    2. εκπυρσοκρότηση•

    звук -а ο κρότος της εκπυρσοκρότησης•

    орудийный выстрел η κανονιά.

    || βολή•

    холостой άσφαιρη βολή.

    εκφρ.
    на выстрел – όσο κόβει το τουφέκι.

    Большой русско-греческий словарь > выстрел

  • 4 выстрел

    1. (часть рангоута судна) το δοράτιο, ο απώστης, ο κέρκος/η μπούμα της ράδας
    шлюпочный - η λεμβούχος, η βαρδαλάντσα
    2. (оружия) η βολή, ο πυροβολισμός, (пушки) о κανονιοβολισμός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выстрел

  • 5 выстрел

    выстрел
    м ὁ πυροβολισμός, ἡ ἐκπυρσοκρότηση, τό σμπάρο:
    холостой \выстрел ἡ ἀσφαιρος βολή· орудийный \выстрел ἡ κανονιά· дальность \выстрела ἡ ἀπόσταση βολής· ◊ одним \выстрелом двух зайцев убить разг μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια.

    Русско-новогреческий словарь > выстрел

  • 6 грянуть

    гряну||ть
    сов
    1. (зазвучать) βροντώ/ ἀντηχώ (раздаться)/ ἀρχίζω δυνατά (о песне):
    \грянутьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός· гром \грянутьл βρόντηξε, ἀκούστηκε βροντή· \грянутьло ура ἀκούστηκαν ζητωκραυγές·
    2. перен (разразиться) ἐκρήγνυ-μαι, ξεσπώ:
    \грянутьла война ξέσπασε ὁ πόλεμος.

    Русско-новогреческий словарь > грянуть

  • 7 пальба

    пальб||а
    ж разг ὁ πυροβολισμός, τά πυρά:
    ружейная \пальба τό τουφεκίδι· \пальба из пу́шек τό κανονίδι, οἱ κανονιοβολισμοί· открыть \пальбау ἀνοίγω πῦρ, ἀρχίζω νά πυροβολώ.

    Русско-новогреческий словарь > пальба

  • 8 прозвучать

    прозвучать
    сов ἀντηχώ, ἡχῶ:
    \прозвучатьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός.

    Русско-новогреческий словарь > прозвучать

  • 9 холостой

    холост||ой
    прил
    1. ἀνύπαντρος, μπε-κιάρικος, ἐργένικος, ἄγαμος:
    \холостойая жизнь ἡ ἐργένικη ζωή·
    2. воен. ἄσφαιρος, εἰκο-νικός:
    \холостой выстрел ὁ ἄσφαιρος πυροβολισμός, ἡ ἀσφαιρος βολή· \холостой патрон τό ἄσχραιρο φυσίγγιο·
    3. тех. ἀδειος, κενός, στά ἀδεια/ ξεφόρτωτος (без груза):
    \холостой ἡ κίνηση στά ἄδεια.

    Русско-новогреческий словарь > холостой

  • 10 выстрел

    [βύστριλ] ονσ. α πυροβολισμός

    Русско-греческий новый словарь > выстрел

  • 11 выстрел

    [βύστριλ] ουσ α πυροβολισμός

    Русско-эллинский словарь > выстрел

  • 12 винтовочный

    επ.
    του τουφέκιού•

    винтовочный выстрел πυροβολισμός, τουφεκιού, τουφεκιά•

    винтовочный патрон κάλυκας φυσιγγίου.

    Большой русско-греческий словарь > винтовочный

  • 13 грянуть

    ρ.σ. βροντώ, αναβροντώ, κροτώ απότομα, μπουμπουνίζω, αντηχώ ξαφνικά•

    -ул гром μπουμπούνισε ξαφνικά•

    -ул выстрел αντήχησε ξαφνικά πυροβολισμός•

    -ла музыка ξαφνικά και δυνατά αντήχησε η μουσική.

    || μτφ. ξεσπώ• ανάβω• εκδηλώνομαι βίαια κ. απρόοπτα•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ул бой άναψε η μάχη•

    -ул дождь ξαφνικά ε’βρεξε δυνατά.

    πέφτω με κρότο, με γδούπο, βροντοκοπώ, σωριάζομαι με κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > грянуть

  • 14 докатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. κυλώ ως•

    докатить бочку до погреба κυλώ το βαρέλι ως το υπόγειο.

    2. μεταβαίνω, μετακινούμαι ταχιά.
    1. κυλώ ως•

    мяч -лся до края το τόπι κύλισε ως την άκρη.

    2. καταντώ•

    он -лся до тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή.

    3. φτάνω ως•

    выстрел -лся до нас ο πυροβολισμός ακούστηκε ως εμάς.

    Большой русско-греческий словарь > докатить

  • 15 меткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко.
    1. εύστοχος, πετυχημέμος•

    меткий стрелок άριστος σκοπευτής•

    -ая пуля εύστοχη σφαίρα•

    меткий выстрел εύστοχος πυροβολισμός•

    -ое ружьё εύστοχο όπλο.

    2. μτφ. ακριβής•

    -ое слово πετυχημένη λέξη•

    -ое определение ακριβής καθορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > меткий

  • 16 нарушить

    -щу, -шишь ρ.σ.μ.
    1. (δια)ταράσσω χαλνώ•

    нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•

    нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•

    вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.

    2. παραβιάζω•

    нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.

    || παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•

    нарушить закон παραβαίνω το νόμο•

    нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.

    || διασαλεύω•

    нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.

    3. καταστρέφω.
    διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > нарушить

  • 17 нечаянный

    επ.
    1. ανέλπιστος, απροσδόκητος, ακαρτέρητος•

    -ая радость απροσδόκητη χαρά•

    нечаянный гость ακαρτέρητος μουσαφίρης.

    2. αβούλητος, άθελος, ακούσιος, απροαίρετος, μη σκόπιμος• τυχαίος•

    нечаянный выстрел άθελος (κατά λάθος) πυροβολισμός.

    Большой русско-греческий словарь > нечаянный

  • 18 обстрел

    α.
    1. βολή, πυροβολισμός τα πυρά•

    артиллерийский обстрел κανονιοβολισμοί, κανονίδι•

    миномётный обстрел βολή όλμων, ολμοβόλα πυρά.

    2. ζώνη, πεδίο βολής.
    εκφρ.
    брать (взять) под обстрел – κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω, μαστιγώνω, ρίχνω καταιγιστικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > обстрел

  • 19 пристрел

    α.
    πυροβολισμός, ντουφέκια.

    Большой русско-греческий словарь > пристрел

  • 20 распороть

    ρ.σ.μ.
    1. ξηλώνω•

    распороть платье ξηλώνω το φόρεμα.

    2. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волк -ол брюхо овце ο λύκος ξέσχισε την κοιλιά της προβατίνας.

    || κόβω.
    3. μτφ. διακόπτω, (δια)ταράσσω• διαλύω•

    выстрел -ол тишину ο πυροβολισμός διατάραξε την ησυχία•

    прожектор -ол мрак ο προβολέας διέλυσε το σκοτάδι.

    ξηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распороть

См. также в других словарях:

  • πυροβολισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου 2. ο ήχος που παράγεται κατά την εκπυρσοκρότηση οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ + κατάλ. ισμός τών ρ. σε ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1825… …   Dictionary of Greek

  • πυροβολισμός — ο η πράξη και το αποτέλεσμα του πυροβολώ ή ο κρότος που ακούεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • βρόντος — ο 1. βροντή 2. ισχυρός κρότος ή θόρυβος 3. δυνατό χτύπημα, ράπισμα 4. φρ. α) «μιλάει στον βρόντο», «πήγαν στον βρόντο», «πήγαν του βρόντου» μάταια, ανώφελα β) «από κλότσο σε βρόντο» για κάποιον που υφίσταται διαρκή κακομεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ειδοποιητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο γίνεται ειδοποίηση, αυτός που γίνεται για ειδοποίηση («ειδοποιητήρια επιστολή», «ειδοποιητήριος πυροβολισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το ειδοποιητήριο έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδοποιητήριος… …   Dictionary of Greek

  • εκπυρσοκρότηση — η 1. κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης 2. (για πυροβόλο όπλο) πυροβολισμός …   Dictionary of Greek

  • κουμπουριά — η [κουμπούρα] 1. πυροβολισμός με κουμπούρα, πιστολιά 2. τραυματισμός ατόμου με κουμπούρα («έφαγε μια κουμπουριά στο στήθος») …   Dictionary of Greek

  • μπαλοτιά — και μπαλωτιά, η (Μ μπαλοτιά) 1. πυροβολισμός 2. πλήγμα από σφαίρα πυροβόλου όπλου νεοελλ. ταυτόχρονη ριπή από πολλά όπλα μαζί, ομοβροντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλότα (< ιταλ. ballotta) + κατάλ. ιά (πρβλ. μπάλα: μπαλιά). Ο τ. μπαλωτιά κατ επίδρασιν… …   Dictionary of Greek

  • μπαταριά — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. πυροβολισμός 2. σειρά πολλών και τουτόχρονων πυροβολισμών, ομοβροντία 3. (κατ επέκτ.) συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batarya < ιταλ. batteria «κανονιοστοιχία»] …   Dictionary of Greek

  • μπηχτός — ή, ό (Μ μπηκτός και μπηχτός, ή, όν) [μπήγω] αυτός που έχει μπηχτεί, μπηγμένος, καρφωμένος, σφηνωμένος νεοελλ. 1. (το θηλ. ως επίθ. αλλά και ως ουσ. κατά παράλειψη τού γροθιά) αυτός που καταφέρεται σε κάποιον βίαια («τού έδωσα μια [γροθιά]… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»