-
1 πυρι-σφρήγιστος
πυρι-σφρήγιστος, mit Feuer besiegelt, πέζα ἐρίπνης, Nonu. D. 13, 370. 29, 315.
-
2 πυρισφρήγιστος
A sealed with fire, ib.13.328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισφρήγιστος
-
3 πυρισφρήγιστος
См. также в других словарях:
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek