-
1 πυρισφρήγιστος
A sealed with fire, ib.13.328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισφρήγιστος
См. также в других словарях:
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek