Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πυριμάχος

См. также в других словарях:

  • πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχος — η, ο κάθε ύλη που αντέχει στη φωτιά, αλλ. αλεξίπυρος: Πυρίμαχο υλικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυριμαχώτερον — πυριμάχος resisting fire masc acc comp sg πυριμάχος resisting fire neut nom/voc/acc comp sg πυριμάχος resisting fire adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριμάχον — πυριμάχος resisting fire masc/fem acc sg πυριμάχος resisting fire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριμάχου — πυριμάχος resisting fire masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριμάχῳ — πυριμάχος resisting fire masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπυρος — η, ο αυτός που δεν προσβάλλεται από τη φωτιά, που δεν αναφλέγεται εύκολα, ο πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + πυρ, ός. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. pare feu < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + feu «φωτιά»] …   Dictionary of Greek

  • πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυράντοχος — η, ο, Ν αυτός που αντέχει στη φωτιά, πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + αντέχω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»