Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυριλαμπίς

См. также в других словарях:

  • πυριλαμπίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριλαμπίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πυρολαμπίς …   Dictionary of Greek

  • πυρολαμπίς — και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, ίδος, ἡ, Α αυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + λαμπίς (< λάμπω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»