-
1 πυριλαμπίς
πυριλαμπίςfem nom sg -
2 πυριλαμπίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριλαμπίς
-
3 πυριλαμπίς
πυρι-λαμπίς, ίδος, ἡ, Feuerwurm, Johanniswurm -
4 πυρι-λάμπη
πυρι-λάμπη, ἡ, = πυριλαμπίς, Phot.
-
5 πυρο-λαμπίς
πυρο-λαμπίς, ἡ, = πυριλαμπίς, Hesych. u. Sp.
-
6 λάμπουρις
II v.l. for λαμπυρίς in Suid.s.v. πυριλαμπίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάμπουρις
-
7 πυγολαμπίς
A fire-tail, i.e. glow-worm, Lampyris noctiluca, Arist.HA 523b21 (v.l. πτερόποδες), 551b24 (v.l. πυρολαμπίδες); cf. πυριλαμπίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγολαμπίς
См. также в других словарях:
πυριλαμπίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριλαμπίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πυρολαμπίς … Dictionary of Greek
πυρολαμπίς — και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, ίδος, ἡ, Α αυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + λαμπίς (< λάμπω)] … Dictionary of Greek