-
1 πυριλαμπίς
πυρι-λαμπίς, ίδος, ἡ, Feuerwurm, Johanniswurm -
2 πυρι-λάμπη
πυρι-λάμπη, ἡ, = πυριλαμπίς, Phot.
-
3 πυρο-λαμπίς
πυρο-λαμπίς, ἡ, = πυριλαμπίς, Hesych. u. Sp.
См. также в других словарях:
πυριλαμπίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριλαμπίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πυρολαμπίς … Dictionary of Greek
πυρολαμπίς — και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, ίδος, ἡ, Α αυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + λαμπίς (< λάμπω)] … Dictionary of Greek