Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυρδᾰής

См. также в других словарях:

  • πυρδαής — burning with fire masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρδαής — ές, Α (για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό τού Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής] …   Dictionary of Greek

  • πυρδαῆ — πυρδαής burning with fire neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυρδαής burning with fire masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυρδαής burning with fire masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»