Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυργο-φόρος

См. также в других словарях:

  • πυργοφόρος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τής Κυβέλης και τής Δήμητρος) αυτός που έχει στο κεφάλι πύργο 2. (για πολεμική μηχανή και ιδίως για ελέφαντα) αυτός που φέρει στα νώτα πύργο 3. μτφ. (για γυναίκα) αυτή που έχει εξεζητημένη κόμμωση, δηλαδή η κόμμωσή της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»