-
1 πυργοφορος
-
2 πυργοφόρος
πυργοφόροςbearing a tower: masc /fem nom sg -
3 πυργοφόρος
πυργο-φόρος, ον,A bearing a tower, of Rhea, AP5.259 (Paul.Sil.); of Demeter, Lyd. Mens.4.63, Suid. s.v. Δημήτηρ; ἐλέφαντες Plu.2.307b, Hld.9.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυργοφόρος
-
4 πυργοφόρος
πυργο-φόρος, einen Turm od. Türme tragend -
5 πυργοφόρον
πυργοφόροςbearing a tower: masc /fem acc sgπυργοφόροςbearing a tower: neut nom /voc /acc sg -
6 πυργοφόρα
πυργοφόροςbearing a tower: neut nom /voc /acc pl -
7 πυργοφόροις
πυργοφόροςbearing a tower: masc /fem /neut dat pl -
8 πυργοφόρου
πυργοφόροςbearing a tower: masc /fem /neut gen sg -
9 πυργοφόρους
πυργοφόροςbearing a tower: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
πυργοφόρος — bearing a tower masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοφόρος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τής Κυβέλης και τής Δήμητρος) αυτός που έχει στο κεφάλι πύργο 2. (για πολεμική μηχανή και ιδίως για ελέφαντα) αυτός που φέρει στα νώτα πύργο 3. μτφ. (για γυναίκα) αυτή που έχει εξεζητημένη κόμμωση, δηλαδή η κόμμωσή της… … Dictionary of Greek
πυργοφόρον — πυργοφόρος bearing a tower masc/fem acc sg πυργοφόρος bearing a tower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοφόρα — πυργοφόρος bearing a tower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοφόροις — πυργοφόρος bearing a tower masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοφόρου — πυργοφόρος bearing a tower masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοφόρους — πυργοφόρος bearing a tower masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
πυργοφορώ — έω, Α [πυργοφόρος] φέρω, έχω πύργο … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek