-
1 πυραμίδας
πῡραμίδας, πυραμίςpyramid: fem acc pl -
2 εκμετρεω
измерять(τὰς πυραμίδας Diog.L.; κύκλος τόρνοισιν ἐκμετρούμενος Eur.; med. τείχη Polyb. и τὸ σῶμά τινος Plut.)
ἐκμητρήσασθαι τὰ ὅπλα Xen. — сиять мерку с доспехов;ἄστροις ἐκμετρούμενος τέν χθόνα ἔφευγον Soph. — я отправился в изгнание, держа свой путь по звездам;πόσον χρόνον ἔτ΄ ἐκμετρῆσαι χρή ; Eur. — сколько времени придется еще прождать? -
3 κατονομαι
(ион. impf. κατονόμην) презирать(τινα Her.)
μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας Her. — не ставь меня ниже каменных пирамид ( надпись на кирпичной пирамиде царя Асиха) -
4 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
5 ύψος
τό1) высота; вышина;ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);
ύψος πτήσης — высота полёта;
τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;από το ύψος — с высоты;
στα ΰψη в вышине;ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;
2) рост (человека);δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;
3) высота (тж. перен.); уровень;στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);
από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;
είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;
4) возвышенность (мыслей, чувств);ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;
ύψος λόγου — величие слова;
5) вершина, верх, предел, зенит;ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);
6) астр. высота;7) муз. высота (звука);ύψος της φωνής — высота тона;
8) (чаще рел) небеса;απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;
αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;
§ καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал
-
6 ребро
-а, πλθ. рбра, рбер, рбрам α.1. πλευρό, παίδι•так похудел, что рбра видно αυτός αδυνάτισε τόσο, που φαίνονται τα πλευρά.
2. άκρη, η πλευρά•ребро доски η πλευρά της σανίδας•
ребро монеты η στεφάνη (γύρος)του κέρματος.
3. ακμή•ребро двухгранного угла η ακμή της δίεδρης γωνίας•
ребро пирамиды η ακμή της πυραμίδας.
εκφρ.поставить вопрос -ом – βάζω το ζήτημα απερίφραστα, ορθά-κοφτά. -
7 δηλέομαι
δηλ-έομαι (A), [dialect] Dor. [pref] δᾱλ- Theoc.15.48: [tense] fut. - ήσομαι: [tense] aor. ἐδηλησάμην: [tense] pf. δεδήλημαι, prob. in act. sense, E.Hipp. 175 (in pass. sense, Hdt.4.198, 8.100):I mostly of persons, hurt, do a mischief to, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, by accident, Il.23.428; also on purpose, ; ἠέ σε.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο did thee a mischief, i.e. slew thee, Od.11.401; μή με.. δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ ([dialect] Ep. subj.) 22.368; of the sword, ῥινὸν δηλήσατο χαλκός ib. 278;ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc. 541
;δ. τινὰ ἔργμασι λυγροῖς Mimn.7
, = Thgn.795: in [dialect] Ion. Prose,ἵνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Hdt.6.36
, cf. 7.51;πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθής Id.9.63
;τοὺς.. ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36
.II of things, damage, spoil,καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.1.156
; so in Hdt.,γῆν δ. πολλά 4.115
;ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Id.2.12
: freq. in Hom. in the phrase, ὅρκια δηλήσασθαι violate a truce, Il.3.107, al.; of thieves, μή τις.. δηλήσεται ([dialect] Ep. subj.) should steal them, Od.8.444, cf. 13.124.2 abs., to do mischief, be hurtful,ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Il.14.102
: c. acc. cogn., ἠδ' ὅσα.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο all the mischief they did, Od.10.459. ([dialect] Ep., [dialect] Ion., and rarely [dialect] Dor., Theoc. Il. cc.; cf. δάλλει, πανδάλητος, and perh. ἀδαλές.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλέομαι
-
8 κατόνομαι
A censure bitterly, depreciate, abuse, c.acc., Hdt.2.172: [tense] aor., μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς.. πυραμίδας ib. 136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόνομαι
-
9 οἰκοδομέω
A : but later [dialect] Att. [tense] pf. [voice] Pass.οἰκοδομημένοι IG22.1627.398
:— build a house: generally, build, νεὼν καὶ βωμόν ib.12.24.13 ;νηόν Hdt.1.21
; οἰκίας ib. 114 ; γέφυραν ib. 186 ;πυραμίδας Id.2.101
, cf. Telecl.42 ;[αἱ μέλιτται] οἰ. τὰ κηρία Arist.HA 623b27
: abs., Pl.Chrm. 161e, 165d :—also in [voice] Med., οἰκοδομέεσθαι οἴκημα build oneself a house, have it built, Hdt.2.121.α', cf. 148 ;νεωσοίκους And.3.7
;τείχη Th.7.11
; , etc.: —[voice] Pass., to be built, Hdt.2.126, 127 ; [full] τὰ .b generally, fashion,καταπέτασμα LXX 3 Ki.6.36
.2 metaph., build or found upon,ἔργα ἐπί τι X.Cyr.8.7.15
; .3 metaph., build up, edify, IEp.Cor.8.1, 10.23, etc. ; οἰ. εἰς τὸν ἕνα IEp.Thess.5.11: but also in bad sense, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν will be emboldened, IEp.Cor.8.10 ; cf. ἀνοικοδομέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδομέω
См. также в других словарях:
πυραμίδας — πῡραμίδας , πυραμίς pyramid fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek