-
1 πυραγρέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυραγρέτης
-
2 πυραγρέτην
πυραγρέτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
3 δίχηλος
δῐχηλ-ος, ον,A cloven-hoofed, Hdt.2.71;δ. ἔμβασις E.Ba. 740
:—freq. in [dialect] Dor. form [full] δίχᾱλος, Arist.PA 663a31, al.II with two pincers, prongs, or claws,πυραγρέτης AP6.92
(Phil.); πάγουρος ib. 196 (Stat. Flacc.), cf. Hero Bel.76.10; δίχιλα (sic) (i A. D.);εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28
.III Subst., δίχηλα ὕεια pigs' trotters, Luc. Lex.6; cf. διχάλα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίχηλος
См. также в других словарях:
πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
πυραγρέτην — πυραγρέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek