-
1 πυρί-σπαρτος
πυρί-σπαρτος, Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).
-
2 πυρίσπαρτος
См. также в других словарях:
πυρίσπαρτος — ον, Α αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί σπαρτος, σιδηρό σπαρτος] … Dictionary of Greek