-
1 πυρίσπαρτος
πῠρί-σπαρτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίσπαρτος
См. также в других словарях:
πυρίσπαρτος — ον, Α αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί σπαρτος, σιδηρό σπαρτος] … Dictionary of Greek