-
1 πυλεώνες
-
2 πυλεῶνες
-
3 θεοστιβής
θεο-στῐβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοστιβής
См. также в других словарях:
πυλεῶνες — πυλεών wreath masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)