-
1 Δειράς
Δειράςridge of a chain of hills: nom sgΔειρά̱ς, Δειρήςmasc acc plΔειρά̱ς, Δειρήςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
2 δειράς
-
3 δειρᾶς
-
4 δειράς
δειράςridge of a chain of hills: fem nom sgδειρά̱ς, δειρήneck: fem acc pl -
5 δειράς
-
6 δειράς
A ridge of a chain of hills, h.Ap.281, S.Aj. 697 (lyr.), Limen.22; of the isthmus of Corinth, Pi. O.8.52, I.1.10; of Trachis, S.Ph. 491: in pl., E.Ph. 206 (lyr.): metaph., τέγγει δ' ὑπ' ὀφρύσι δειράδας, of the petrified form of Niobe on Mt. Sipylus, which poured tears under the brow of the hill over its ridges, S.Ant. 832 (lyr.). (δερς-, cf. Skt. drsad- 'rock'.) -
7 δείρᾶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δείρᾶς
-
8 δειράς
δειράς, - άδοςGrammatical information: f.Meaning: `hight, mountain-ridge' (h. Ap.); the exact meaning is uncertain, s. DELGDialectal forms: Cret. δηράςDerivatives: Without the suffixes (or from δειρή; s. below) δειραῖος `hilly' (Lyc.); thus as last member ὑψί-δειρος. - Also δεῖρος λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος H.; derived from ὑψί-δειρος? s. Risch 134.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Als Grundform empfiehlt sich *δερσάς (on the phonetics Schwyzer 285), which differs only in the vocalism from Skt. dr̥ṣád- `rock, millstone' (Fick3 1, 106 etc.). The connection tends to be abandoned; Mayrhofer EWAia741f.; - αδ- cannot be IE. Diff. Ehrlich KZ 39, 569f.: from *δερι̯ο- to βορέας etc. (s. v.); thus Forbes Glotta 36 (1958) 248. - Late connected with δειρή (Schwyzer 507 n. 6). - The suffix, and the rest, seems Pre-Greek.Page in Frisk: 1,358Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δειράς
-
9 δείρας
δείρᾱς, δέρωskin: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 δειρά
δειράςridge of a chain of hills: fem voc sgδειρά̱, δειρήneck: fem nom /voc /acc dualδειρά̱, δειρήneck: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 δειράδα
δειράςridge of a chain of hills: fem acc sg -
12 δειράδας
δειράςridge of a chain of hills: fem acc pl -
13 δειράδες
δειράςridge of a chain of hills: fem nom /voc pl -
14 δειράδι
δειράςridge of a chain of hills: fem dat sg -
15 δειράδος
δειράςridge of a chain of hills: fem gen sg -
16 δειράδων
δειράςridge of a chain of hills: fem gen pl -
17 δειράσι
δειράςridge of a chain of hills: fem dat pl -
18 δειράσιν
δειράςridge of a chain of hills: fem dat pl -
19 δειράδ'
δειράδα, δειράςridge of a chain of hills: fem acc sgδειράδι, δειράςridge of a chain of hills: fem dat sgδειράδε, δειράςridge of a chain of hills: fem nom /voc /acc dual -
20 πολυδειράς
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδειράς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δειράς — ridge of a chain of hills nom sg Δειρά̱ς , Δειρής masc acc pl Δειρά̱ς , Δειρής masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράς — ridge of a chain of hills fem nom sg δειρά̱ς , δειρή neck fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράς — η (Α δειράς) κορυφογραμμή οροσειράς («οι δειράδες τού Ολύμπου», «ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασσοῡ») αρχ. 1. (για ζώα) τράχηλος, λαιμός 2. φρ. «τέγγει δ ὑπ ὀφρύσι δειράδας» μουσκεύει με τα δάκρυα της τα κορφοβούνια για την απολιθωμένη μορφή τής… … Dictionary of Greek
δειρᾶς — δειρή neck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείρας — δείρᾱς , δέρω skin aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρά — δειράς ridge of a chain of hills fem voc sg δειρά̱ , δειρή neck fem nom/voc/acc dual δειρά̱ , δειρή neck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδα — δειράς ridge of a chain of hills fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδας — δειράς ridge of a chain of hills fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδες — δειράς ridge of a chain of hills fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδι — δειράς ridge of a chain of hills fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειράδος — δειράς ridge of a chain of hills fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)