Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πυκτή

См. также в других словарях:

  • πυκτῇ — πυκτή tablets fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκτή — tablets fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκτή — ἡ, ΜΑ 1. πινακίδα που διπλώνεται, δίπτυχο 2. κώδικας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυκτή αντί πτυκτή (με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου τ ) αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. τού επιθ. πτυκτός* (< πτύσσω)] …   Dictionary of Greek

  • πύκτη — πύκτης boxer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκτῃ — πύκτης boxer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκτήν — πυκτή tablets fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DROMAEUS — Apollo Cretens. et Laced. dictus. Plutarch. Symp. l. 6. c. 4. Πύκτῃ μὲν Α᾿πόλλωνι Δελφοὺς, δρομαίῳ δὲ Κρῆτας ἱςοροῦσι, καὶ Λακεδαιμονίους …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυκτίζω — (I) Α [πυκτή] συμπτύσσω, διπλώνω. (II) Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πυκτεύω κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πυκτίον — τὸ, Α [πυκτή] 1. πινακίδιο 2. βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • πυκτίς — (I) ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. βιβλίο αρχ. 1. πίνακας ζωγραφικής 2. περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα *ίς, ίδος]. (II) ίδος, ἡ, Α (εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου …   Dictionary of Greek

  • πυκτείον — (I) τὸ, Α [πυκτεύω] τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι. (II) τὸ, Α [πυκτή] τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»