Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πυκνόθριξ

См. также в других словарях:

  • πυκνόθριξ — και πυκινόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ Α αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • πυκινόθριξ — τριχος, ὁ, Α βλ. πυκνόθριξ …   Dictionary of Greek

  • πυκνοέθειρος — ον, Μ πυκνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + έθειρος (< ἔθειραι «μαλλιά, χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»