-
1 πυκνόθριξ
πυκνό-θριξ, τριχος, mit dichtem Haare -
2 πυκινό-θριξ
πυκινό-θριξ, τριχος, = πυκνόϑριξ, Nonn. D. 32, 108.
-
3 πυκνο-έθειρος
πυκνο-έθειρος, = πυκνόϑριξ, Tzetz. PH. 471.
См. также в других словарях:
πυκνόθριξ — και πυκινόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ Α αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό θριξ)] … Dictionary of Greek
πυκινόθριξ — τριχος, ὁ, Α βλ. πυκνόθριξ … Dictionary of Greek
πυκνοέθειρος — ον, Μ πυκνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + έθειρος (< ἔθειραι «μαλλιά, χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek