-
1 густо
πυκνά, (о жидкости) πηχτά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > густо
-
2 густой
густой 1) πυκνός, δασύς \густой лес το πυκνό δάσος' \густойое население о πυκνός πληθυσμός \густойые волосы τα πυκνά μαλλιά 2) (о жидкости ) πηχτός* * *1) πυκνός, δασύςгусто́й лес — το πυκνό δάσος
густо́е населе́ние — ο πυκνός πληθυσμός
густы́е во́лосы — τα πυκνά μαλλιά
2) ( о жидкости) πηχτός -
3 часто
-
4 убористый
убористыйприл (о почерке, печатном тексте и т. п.) πυκνογραμμένος, πυκνός:\убористый шрифт τά πυκνά στοιχεία· \убористый почерк ἡ γραφή μέ πυκνά γράμματα. -
5 густой
επ., βρ: густ, густа, густо; гуще.1. πυκνός•-ые волосы πυκνά μαλλιά•
-ая листва πυκνό φύλλωμα•
-ые облака πυκνά σύννεφα.
2. πηχτός•густой сироп πηχτό σιρόπι.
|| (για χρώμα) βαθύς•густой цвет βαθύ χρώμα.
3. (για φωνή, ήχο) χαμηλός, βαρύς, βαθύς. -
6 бровь
бров||ьж τό φρύδι:нависшие \бровьи τά πυκνά φρύδια; хмурить \бровьи συνοφρυ-οῦμαι, σουφρώνω τά φρύδια; ◊ он и \бровью не повел pазг. ἔμεινε ἀτάραχος (или ἀπαθής); не в \бровь, а в глаз погов. πετυχαίνω τό στόχο, πετυχαίνω διάνα. -
7 валить
валить Iнесов1. (кого-л., что-л.) ρίχνω κάτω, ἀνατρέπω/ἀναποδογυρίζω (опрокидывать) I σωριάζω, ρίχνω, γκρεμίζω (деревья и т. п.):\валить» с ног кого-л. ρίχνω κάτω (или χάμου) κάποιον2. (беспорядочно бросать) ρίχνω, ρίπτω:\валить все в одну́ ку́чу перен τά βάζω ὅλα σ'ενα σακί, δέν κάνω καμιά διάκριση; ◊ \валить вину́ на другого τά φορτώνω σέ ἄλλον, φορτώνω τό λάθος μου σέ ἄλλον.вали||ть IIнесов разг1. (идти толпой) προσέρχομαι κατά μάζες, συρρέω;2. (густой массой):снег \валитьт хлопьями τό χιόνι πέφτει πυκνό, οἱ νιφάδες πέφτουν πυκνά; дым \валитьт из трубы ἀπ' τήν καπνοδόχο βγαίνουν σύννεφα καπνοῦ, ἡ καπνοδόχος βγάζει πυκνό καπνό. -
8 густо
густ||онареч πυκνά, πηχτά. -
9 густой
густ||ойприл1. (частый, плотный) πυκνός:\густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):\густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα. -
10 копна
копнаж ἡ θημωνιά (снопов)/ ἡ στοίβα (сена)· ◊ \копна воло́с τά πυκνά μαλλιά. -
11 разрастаться
разрастатьсянесов, разрастись сов μεγαλώνω/ φουντώνω, φυτρώνω πυκνά (о растениях). -
12 часто
частонареч1. συχνά, συχνάκις:здесь очень \часто иду́т дожди ἐδῶ βρέχει πολύ συχνά·2. (густо, плотно) πυκνά:деревья \часто посажены τά δέντρα εἶναι πυ-κνοφυτεμένα. -
13 частый
част||ыйприл1. συχνός, συνεχής, ἀλ-λεπάλληλος:\частый пульс συχνός σφυγμός· \частыйое дыхание ἡ συχνή ἀναπνοή· \частыйые шаги́ τά συχνά βήματα· \частый гость ὁ συχνός μουσαφίρης· \частыйые встречи οἱ συχνές συναντήσεις·2. (густой, плотный) πυκνός:\частый гребень τό πυκνό χτένι· \частый кустарник ὁ πυκνός θάμνος· \частый дождь ἡ πυκνή βροχή· \частый огонь воен. τά πυκνά πυρά. -
14 чаща
чащаж τό πυκνό δάσος:лесни́я \чаща τό δάσος ἀπό πυκνά χαμόδενδρα, ἡ λόχμη. -
15 шапка
шап||каж τό καπέλλο:без \шапкаки ἀσκεπής· ◊ \шапка волос τά πυκνά μαλλιά· получить по \шапкаке τρώγω καρπαζιά· на воре \шапка горит ὀποιος ἐχει τή μύγα μυγιάζεται· \шапканевидимка (в сказке) τό θαυματουργό καπέλλο. -
16 часто
[τσάστα] εκίρ. συχνά, πυκνά -
17 часто
[τσάστα] επίρ συχνά, πυκνά -
18 густо
1. επίρ. πυκνά, -ώς. || πηχτά.2. ως κατηγ. είναι άφθονος, πλήρης, γεμάτος•то густо, то пусто παρμ. πότε γεμάτο, πότε άδειο.
-
19 зашить
-шью, -шьшь, προστκ. зашейρ.σ.μ.ράβω•зашить пальто ράβω πανωφόρι•
зашить рану ράβω την πληγή.
|| κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.
δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω. -
20 кучно
επίρ.σωρηδόν πυκνά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυκνά — πυκνός close neut nom/voc/acc pl πυκνά̱ , πυκνός close fem nom/voc/acc dual πυκνά̱ , πυκνός close fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνά — ΝΑ επίρρ. βλ. πυκνός … Dictionary of Greek
πύκνα — η, Ν [πυκνός] πυκνότητα … Dictionary of Greek
πύκνα — πνύξ the Pnyx masc acc sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύκν' — πύκνα , πνύξ the Pnyx masc acc sg πύκνε , πνύξ the Pnyx masc nom/voc/acc dual πύκνα , πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc pl πύκνε , πυκνος with pointed bottom masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνάν — πυκνά̱ν , πυκνός close fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνάς — πυκνά̱ς , πυκνός close fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek