-
1 πτωμα
- ατος τό [πίπτω]1) падение Plat.πίπτειν πτώματ΄ αἰσχρά Soph. — позорно падать;
π. θανάσιμον πεσεῖν Eur. — пасть, погибнуть2) несчастье, бедствие Aesch.3) поражение Polyb.4) упавший плод(πτώματα ἐλαιῶν Lys.)
5) развалины (sc. τοῦ διατειχίσματος Polyb.)6) (тж. π. νεκροῦ Eur.) мертвое тело, труп Aesch., Eur., Polyb., NT. -
2 πτώμα
το труп;§ γίνομαι πτώμα — смертельно устать, дойти до полного изнеможения; — падать с ног; — стать похожим на труп;
η αρρώστεια τον κατήντησε πτώμα — болезнь сделала его полутрупом, извела его
-
3 πτῶμα
{сущ., 5}1. поражение, несчастье, бедствие;2. труп, мертвое тело.Ссылки: Мф. 24:28; Мк. 6:29; Откр. 11:8, 9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πτῶμα
-
4 πτώμα
{сущ., 5}1. поражение, несчастье, бедствие;2. труп, мертвое тело.Ссылки: Мф. 24:28; Мк. 6:29; Откр. 11:8, 9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πτώμα
-
5 πτώμα!νη
η биол птомаины; трупный яд -
6 πτῶμα
1. поражение, несчастье, бедствие; 2. труп, мертвое тело.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτῶμα
-
7 πτῶμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτῶμα
-
8 πτώμα
[птома] ουσ. о. труп,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πτώμα
-
9 πτώμα
[птома] ουσ ο труп. -
10 αποπτωμα
-
11 βαθυς
1) глубокий(τάφρος, ἅλς Hom.; τομή Plut.; πληγή Luc.)
; глубокий, т.е. образующий высокие кучи(ἄμαθος Hom.; τέφραι Plut.)
β. πτῶμα Aesch. — падение с большой высоты2) обнесенный высоким забором(αὐλή Hom.)
3) глубоко вдающийся, образующий глубокую бухту(ἠϊών Hom.)
,4) вытянутый в глубину(φάλαγξ Xen.)
5) плотный, густой(ἀήρ Hom.)
6) густой, обильный(λήϊον Hom.; τρίχες, σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ Xen.; πώγων Luc.)
7) покрытый толстым слоем почвы, т.е. плодородный, тучный(γῆ Eur.; χώρα Plut.)
8) богатый(κλῆρος Pind.; ἄνδρες Xen.)
9) сильный, великий(λαῖλαψ Hom.; κίνδυνος Pind.; τέρψις Soph.)
10) глубокий, крепкий(ὕπνος Luc.)
11) глубокий, т.е. нерушимый(σιγή Luc.; εἰρήνη Anth.)
12) глубокий, т.е. поздний, глухойβαθὺ γῆρας Anth. — глубокая старость13) глубокий, сознательный, серьезный(φρήν Hom., Pind., Aesch.; ἤθεα Her.)
-
12 διαπτωμα
-
13 ξυμπτωμα
- ατος τό1) стечение обстоятельств, случайностьἀπὸ συμπτώματος Arst. — случайным образом
2) несчастная случайность, несчастье, беда Thuc., Arst., Dem., Men.3) болезненный припадок, приступ -
14 παραπτωμα
-
15 περιπτωμα
-
16 προσκυρεω
προσκυρέω, προσκύρω(impf. προσέκῡρον, fut. προσκύρσω, aor. προσέκυρσα)1) прибывать, достигать(Κυθήροις Her.)
2) наталкиваться, встречатьсяδεινότατον πάντων, ὅσ΄ ἐγὼ προσέκυρσ΄ ἤδη Soph. — самое ужасное из всего, с чем я когда-л. встречался
3) приключаться, постигать(πότερα δόμοισι πῆμα - v. l. πτῶμα - προσκυρεῖ νέον; Aesch.)
-
17 προσκυρω...
προσκύρω...προσκυρέω, προσκύρω(impf. προσέκῡρον, fut. προσκύρσω, aor. προσέκυρσα)1) прибывать, достигать(Κυθήροις Her.)
2) наталкиваться, встречатьсяδεινότατον πάντων, ὅσ΄ ἐγὼ προσέκυρσ΄ ἤδη Soph. — самое ужасное из всего, с чем я когда-л. встречался
3) приключаться, постигать(πότερα δόμοισι πῆμα - v. l. πτῶμα - προσκυρεῖ νέον; Aesch.)
-
18 συμπτωμα
- ατος τό1) стечение обстоятельств, случайностьἀπὸ συμπτώματος Arst. — случайным образом
2) несчастная случайность, несчастье, беда Thuc., Arst., Dem., Men.3) болезненный припадок, приступ -
19 ψευδοπτωμα
-
20 άψυχος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πτῶμα — fall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… … Dictionary of Greek
πτώμα — το, ατος 1. το νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου, αλλ. κουφάρι, ψοφίμι: Το πτώμα βρισκόταν σε αποσύνθεση. 2. για ανθρώπους ζωντανούς, ο πολύ εξαντλημένος, ο κουρασμένος σωματικά ή ψυχικά: Είμαι πτώμα από την κούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Птомаины — (Πτώμα труп) представляют ядовитые азотистые продукты распада животных тканей под влиянием действия на них различных микроорганизмов. Этот распад совершается, конечно, особенно деятельно после смерти в трупах, и поэтому под П. разумелись… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek
падениѥ — ПАДЕНИ|Ѥ (164), ˫А с. 1. Действие по гл. пасти1 в 1 знач.: и въ злоѥ падениѥ падесѧ, и всѧ телесна˫а ѹдеса ѥго раслабиша(с), и недѹгъ толма провлече (πτώματι) ГА XIV1, 130б; не посмѣисѧ паде(н)ю ближнѧго. (πτῶμα) ГБ к. XIV, 80г; Не посмѣхаисѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… … Dictionary of Greek
Σκλάβος, Ιωάννης — Αγωνιστής, ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλονιά. Το πλήρες όνομά του είναι Σ. Ιωάννης Μαρής Νικόλαος. Κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν με την γολέτα του «Άγιος Νικόλαος» στο Καράκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, ταξιδεύοντας προς την Οδησσό.… … Dictionary of Greek