Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πτύρω

См. также в других словарях:

  • πτύρω — Α 1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ. β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ. γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • πτύρω — πτύ̱ρω , πτύρομαι to be scared aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύρομαι — Α βλ. πτύρω …   Dictionary of Greek

  • πτύρτης — ὁ, Μ [πτύρω] αυτός που εκφοβίζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»