-
1 πτωτός
πτωτόςapt to fall: masc nom sg -
2 πτωτός
A apt to fall, fallen, Hdn.Gr.2.943, Hsch. -
3 πτωτόν
πτωτόςapt to fall: masc acc sgπτωτόςapt to fall: neut nom /voc /acc sg -
4 δίπτωτος
δί-πτωτος, ον,A having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπτωτος
-
5 δυσαπόπτωτος
δῠσαπό-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόπτωτος
-
6 δυσέκπτωτος
δῠσέκ-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσέκπτωτος
-
7 δυσπρόσπτωτος
δυσπρόσ-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπρόσπτωτος
-
8 δυσσύμπτωτος
δυσσύμ-πτωτος, ον,A not coalescing easily, Id.8.873.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσσύμπτωτος
-
9 εὐαπόπτωτος
εὐαπό-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπόπτωτος
-
10 εὐδιάπτωτος
εὐδιά-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάπτωτος
-
11 εὐέκπτωτος
εὐέκ-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέκπτωτος
-
12 εὐέμπτωτος
εὐέμ-πτωτος, ον,A easily falling into: hence, prone, liable,εἴς τι Posidon.
ap. Gal.5.434;εἰς ὀργήν Stoic.3.110
: [comp] Comp.,εἰς τὰς ὀργάς Phld.Ir.p.97
W.;ἐπί τι Id.Rh.Supp.p.26S.
: abs., Ptol.Tetr. 164. Adv. - τως Gal.5.448, Dsc. Ther.Praef.;εὐ. ἔχειν πρός τι Phlp.
in de An.53.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέμπτωτος
-
13 εὐμετάπτωτος
εὐμετά-πτωτος, ον,A unstable,παιδία Thphr.Sens.45
; τὸ τῆς τύχης εὐ. D.S.9.10, cf. Secund.Sent.9. Adv. - τως v.l. in Arr.Epict.2.22.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμετάπτωτος
-
14 εὐσύμπτωτος
εὐσύμ-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσύμπτωτος
-
15 μετάπτωτος
Aἐνέργειαι ἐν ὀλίγῳ μ. Plu.2.447a
, cf. M.Ant.5.10. Adv. - τως Arr.Epict.2.22.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάπτωτος
-
16 μονόπτωτος
μονό-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόπτωτος
-
17 πεντάπτωτος
πεντά-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάπτωτος
-
18 πολύπτωτος
A with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39;σχηματισμός Id.105.26
; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπτωτος
-
19 προαπόπτωτος
προαπό-πτωτος, ον,A having fallen off before its time, Thphr. HP3.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαπόπτωτος
-
20 συμπτωτός
A secant, ultimately self-intersecting, of a curve, Procl.in Euc.1p.177F.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπτωτός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πτωτός — apt to fall masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω τού πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ , βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. τρω τός)] … Dictionary of Greek
πτωτόν — πτωτός apt to fall masc acc sg πτωτός apt to fall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπτωτος — εὔπτωτος, ον (Μ) ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ετοιμό πτωτος] … Dictionary of Greek
ημίπτωτος — η, ο (Α ἡμίπτωτος, ον) μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ομοιό πτωτος] … Dictionary of Greek
θεόπτωτος — θεόπτωτος, ον (Μ) αυτός τού οποίου η πτώση, η ήττα προήλθε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. α διά πτωτος, ετερό πτωτος] … Dictionary of Greek
ισόπτωτος — ἰσόπτωτος, ον (Α) (για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό πτωτος, μονό πτωτος] … Dictionary of Greek
μεσόπτωτος — μεσόπτωτος, ον (Α) φρ. «μεσόπτωτα ὀνόματα» γραμμ. ονόματα τών οποίων κλίνεται μόνο το πρώτο συνθετικό, χωρίς να αλλάζει η κατάληξή τους, όπως τίςποτε, τοιόσδε κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πτωτός (< θ. πτω τού πίπτω, όπως στο πτῶ σις), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… … Dictionary of Greek
ετερόπτωτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, ον) ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, τού ύδατος») νεοελλ. αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
ευκατάπτωτος — εὐκατάπτωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταπίπτει, που καταρρέει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκατάπτωτον το να καταπίπτει κάτι εύκολα («δεῑξαι αὐτῶν τὸ εὐκατάπτωτον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτωτος (< κατα πίπτω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek