Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πτωματίς

См. также в других словарях:

  • πτωματίς — ίδος, ἡ, Α είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτῶμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς). Το ποτήρι ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο και γι αυτό έπιναν ολόκληρο το περιεχόμενό του σε μια φορά] …   Dictionary of Greek

  • πτωματίσιν — πτωματίς tumbler fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»