-
1 πτοίησις
πτοίησις, ἡ, πτοιητός, = πτόησις, πτοητός.
-
2 πτυρμός
πτυρμός, ὁ, das Scheuwerden, der Schrecken, πτοίησις, φρίκη, VLL.
-
3 πτόησις
См. также в других словарях:
πτοίησις — vehement emotion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοίησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. πτόηση … Dictionary of Greek
πτοίησιν — πτοίησις vehement emotion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοιήσεις — πτοέω terrify aor subj act 2nd sg (epic) πτοέω terrify fut ind act 2nd sg (epic) πτοίησις vehement emotion fem nom/voc pl (attic epic) πτοίησις vehement emotion fem nom/acc pl (attic) πτοιέω terrify aor subj act 2nd sg (epic) πτοιέω terrify fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόηση — η, / πτόησις, ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [πτοῶ / πτοιῶ] το αποτέλεσμα τού πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα … Dictionary of Greek
πτοιήσεως — πτοιήσεω̆ς , πτοίησις vehement emotion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)