Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πτυρμός

См. также в других словарях:

  • πτυρμός — consternation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυρμός — ὁ, Μ [πτύρομαι] πτόηση, εκφόβηση …   Dictionary of Greek

  • πτυρμοί — πτυρμός consternation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυρμοῦ — πτυρμός consternation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυρμόν — πτυρμός consternation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»