-
1 πτυρμός
πτυρμός, ὁ, das Scheuwerden, der Schrecken, πτοίησις, φρίκη, VLL.
-
2 πτύρμα
См. также в других словарях:
πτυρμός — consternation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυρμός — ὁ, Μ [πτύρομαι] πτόηση, εκφόβηση … Dictionary of Greek
πτυρμοί — πτυρμός consternation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυρμοῦ — πτυρμός consternation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυρμόν — πτυρμός consternation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)