-
1 πτοία
πτοία, ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
-
2 πτοία
-
3 πτοια...
πτοία...πτόα, πτοίαἥ испуг, страх, волнение(π. καὴ δυσελπιστία Polyb.; τῆς ψυχῆς πτοῖαι Plut.)
-
4 πτοία
πτοίᾱ, [dialect] Ep. [full] πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al. 212: rarely [full] πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and [full] πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: ([etym.] πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6.II excitement,πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51
, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr. 458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b. -
5 πτοια
-
6 πτοία
-
7 πτοῖα
-
8 πτοίᾳ
Βλ. λ. πτοία -
9 πτοίας
πτοίᾱς, πτόαfem acc plπτοίᾱς, πτόαfem gen sg (attic doric aeolic) -
10 πτόα
-
11 πτοῖος
-
12 αδιηγητος
2неописуемый(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; τῆς πόλεως ἔκλυσις Dem.; ταραχέ καὴ πτοία Plut.)
-
13 πτοα
-
14 πτόα
-
15 πτόη
-
16 πτοιέω
-
17 πτοιώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτοιώδης
-
18 πτυρμός
πτυρμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτυρμός
-
19 πτύρομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to get scared, to become shy' (Hp., D. S., Ep. Phil., Plu.); ἀπο-πτύρω `to scare' (Gloss.).Other forms: Aor. πτυρῆναι (late).Compounds: Also w. κατα-.Derivatives: πτυρτικός `fearful, scared' (Arist., Str.), πτυρμός as explanation of πτοία (H., Phot.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. In anlaut agreeing to the in meaning close πτήσσω, πτοηθῆναι (by Persson Beitr. 1, 429 n. 1 and Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56 conneted), in ending reminding of the semantic group ὀδύρομαι, μύρομαι a.o.; but hardly a cross of both a Frisk proposes. -- Acc. to Prellwitz (agreeing Walde Stand u. Aufgaben 184) from a `sound-gesture' like NHG purr. Older lit. with hypotheses that must be rejected (Lat. con-sternāre a.o.) in Bq.Page in Frisk: 2,616Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτύρομαι
См. также в других словарях:
πτοία — πτοίᾱ , πτόα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοίᾳ — πτοίᾱͅ , πτόα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… … Dictionary of Greek
πτοῖα — πτόα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοίας — πτοίᾱς , πτόα fem acc pl πτοίᾱς , πτόα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοίος — ὁ, Α η πτοία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πτοία κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
μεταπτοιώ — μεταπτοιῶ, έω (Α) φεύγω από έναν τόπο από φόβο και ζητώ καταφύγιο αλλού («ἔχθει μεταπτοιοῡσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πτοιῶ (< πτοία «ταραχή, φόβος»)] … Dictionary of Greek
πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek
πτοιώδης — ῶδες, Α [πτοία] 1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος 2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο … Dictionary of Greek
πτόα — ἡ, Α βλ. πτοία … Dictionary of Greek
πτόη — ἡ, Α βλ. πτοία … Dictionary of Greek