-
1 πτερόω
πτερόω, befiedern, mit Federn oder Flügeln versehen; Her. 2, 128; Plat. Rep. 467 d; pass., Flügel bekommen, Phaedr. 248 e; öfter; auch von Schiffen, mit Segeln u. Rudern versehen, ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; vgl. τὴν ναῦν, Pol. 1, 46, 11, ναῠς ἐπτερωκ υῖα, ib. 9, Plut. Ant. 63; Ar. auch ἔπος ἐπτερωμένον, wie πτερόεν, Ran. 1384; πτερωϑῆναι πρὸς τὴν τοῠ πολέμου ἐπιϑυμίαν, Luc. de domo 4 u. A. die Seele durch Hoffnung, durch Leidenschaften erheben, Plut. Artax. 24; πόϑος πτεροῠται, Anacr. 25, 8; ὁ γέρων ἐγὼ πτεροῠμαι, 51, 4.
См. также в других словарях:
Κυπουργός, Νίκος — (Αθήνα 1952 –). Μουσικοσυνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ανώτερες θεωρητικές μουσικές σπουδές με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι με υποτροφία… … Dictionary of Greek