-
1 πτεροεις
-
2 πτερόεις
(-εντός), εσσα, εν1) крылатый; 2) прям., перен. летучий;§ 2πεα πτερόεντα — а) пустые слова, одни слова; — б) крылатые слова
-
3 πτερουσσα
-
4 βουκολος
дор. v. l. βωκόλος - ου, дор. ω ὅ погонщик или хранитель крупного рогатого скота, волопас; тж. пастух (вообще) Hom., Plat., Arst., Theocr.πτερόεις β. Aesch. — крылатый пастух или погонщик, т.е. овод, преследовавший Ио
-
5 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
6 κεραυνος
ὅ громовой удар, гром (преимущ. одновременный со вспышкой молнии), тж. молния(πληγεὴς κεραυνῷ Hom.; καταιβάτης, πυρῶπός, πυρφόρος Aesch.; κ. τοῦ Διός, ἀργής, πτερόεις Arph.)
κεραυνοί Hes., Her., κεραυνοῦ βολαί Aesch., κεραυνῶν πτώματα Plat. или πτώσεις Arph. — удары грома или молнии;κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν Plut. — метать молнии языком -
7 οιστος
См. также в других словарях:
πτερόεις — feathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεις — εσσα, εν, ΝΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει φτερά, ο φτερωτός 2. φρ. «έπεα πτερόεντα» μτφ. i) λόγια ευκίνητα, που πετούν γρήγορα, γοργά ii) λόγια που πετούν και χάνονται (Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πτερόεις ζωολ. γένος φανταχτερών… … Dictionary of Greek
πτερόεντα — πτερόεις feathered neut nom/voc/acc pl πτερόεις feathered masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροέντων — πτερόεις feathered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροέσσαις — πτερόεις feathered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῦσσα — πτερόεις feathered fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροῦσσαν — πτερόεις feathered fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντας — πτερόεις feathered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντες — πτερόεις feathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντι — πτερόεις feathered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερόεντος — πτερόεις feathered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)